Την τελευταία εικοσαετία τα ζητήματα που σχετίζονται με το σύστημα υγείας και ιδιαίτερα το δημόσιο έχουν έρθει στο επίκεντρο της συζήτησης και του προβληματισμού απ’ όλες τις κυβερνήσεις, τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, αλλά και τις διάφορες επαγγελματικές και μαζικές οργανώσεις των εργαζόμενων στον τομέα της υγείας, γενικότερα απ’ τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους.
Φαινομενικά υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, η αμφισβήτηση και απόρριψη του συστήματος υγείας που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μετά το 1980. Αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνεται από μισθωτούς και συνταξιούχους, ως χρήστες των υπηρεσιών υγείας, ιδιαίτερα από τα λαϊκά στρώματα που «για την υγεία πληρώνουν, αλλά υγεία δεν έχουν». Οι εκπρόσωποι του αστικού κράτους και της εκάστοτε κυβέρνησης υποστηρίζουν ότι σήμερα το δημόσιο σύστημα υγείας είναι πολυδάπανο και αναποτελεσματικό, γραφειοκρατικό και διεφθαρμένο, το ίδιο και τα ασφαλιστικά ταμεία και γι’ αυτό θα πρέπει να εισαχθούν κριτήρια διαχείρισης κατά περίπτωση (για νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας κλπ.). Το ίδιο υποστηρίζουν και οι επιχειρηματίες του ιδιωτικού τομέα.
Δεν είναι τυχαίο ότι και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης γίνεται συζήτηση, παίρνονται αποφάσεις, δίνονται κατευθύνσεις και οδηγίες, γεγονός που δείχνει ότι η Ελλάδα δεν πρωτοτυπεί, αφού τα ίδια απασχολούν συνολικά τα καπιταλιστικά κράτη. Βρισκόμαστε σε μια φάση όπου αυτό το σύστημα υγείας που αναπτύχθηκε, με τα όποια κοινωνικά χαρακτηριστικά είχε, τα οποία συνεχώς αφαιρούνταν μεθοδικά και συστηματικά, βρίσκεται σε αναντιστοιχία, δεν εξυπηρετεί τις σημερινές ανάγκες της συνολικής καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Ετσι αυτό το σύστημα υγείας, για διαφορετικούς λόγους, δεν το υποστηρίζουν ούτε οι εκμεταλλευτές-καπιταλιστές ούτε τα εκμεταλλευόμενα από αυτούς λαϊκά στρώματα. Μπορεί όμως αυτή η λίγο-πολύ κοινή απόρριψη να οδηγήσει και σε κοινή λύση, από την άποψη ότι θα ωφεληθούν όλοι; Μπορεί σε μια ταξικά διαιρεμένη κοινωνία η υγεία να αποτελέσει ένα γενικό «εθνικό», υπερταξικό πρόβλημα, τόσο στην αιτία του όσο και στη λύση του; Η σύμπτωση στην περιγραφή ή στη διαπίστωση ενός ζητήματος έχει αντικειμενικά διαφορετική αφετηρία και διαφορετική κατεύθυνση λύσης ανάμεσα στις βασικές κοινωνικές τάξεις και τους συμμάχους τους. Π.χ. η αύξηση του μέσου όρου ζωής των ανθρώπων είναι κοινή διαπίστωση. Ομως το καπιταλιστικό κράτος αντιλαμβάνεται αλλιώς την προσαρμογή στα νέα δεδομένα, δηλαδή ως ανάγκη αύξησης του χρόνου συνταξιοδότησης. Και η άλλη πλευρά, τα λαϊκά στρώματα διεκδικούν αντίστοιχες σύγχρονες υπηρεσίες για να καλύψουν όλες τις ανάγκες που προκύπτουν.
Το καπιταλιστικό κράτος δεν παρέχει παρά ελάχιστα γι’ αυτές τις ανάγκες, με αποτέλεσμα αυτές να αξιοποιούνται ως νέο πεδίο επιχειρηματικών επενδύσεων και κερδοφορίας. Επομένως για να «διαβάσουμε» σωστά, δηλαδή από την ταξική σκοπιά, τις σημερινές εξελίξεις, να εξετάσουμε την πολιτική και ιδεολογική διαπάλη, είναι αναγκαίο να δούμε πώς αντιμετωπίζεται η υγεία στις συνθήκες του εκμεταλλευτικού συστήματος, τόσο γενικά όσο και στη σημερινή του φάση σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Να δούμε το αντικειμενικό στοιχείο των εξελίξεων και με βάση αυτό να ερμηνεύσουμε τα μέτρα που προωθούνται, το στρατηγικό στόχο που υπηρετούν και από τον οποίο απορρέουν. Οσο πιο καλά και ολοκληρωμένα στηριχτούμε σε αυτή τη βάση, τόσο πιο θωρακισμένοι ιδεολογικά-πολιτικά θα είμαστε στην πάλη που διεξάγουμε και στην αντιπαράθεση με τον αντίπαλο, έτσι ώστε η καθημερινή ποικιλία των γεγονότων, οι ελιγμοί και τα επιχειρήματα του αντιπάλου όχι μόνο να μη δημιουργούν ρήγματα και ταλαντεύσεις, αλλά αυτή η βάση να λειτουργεί σαν πυξίδα, που σταθερά θα προσανατολίζει και θα συγκεντρώνει τις λαϊκές δυνάμεις στην κατεύθυνση για τη ριζική αλλαγή και τη λαϊκή νίκη. Μόνο έτσι μπορεί να δοθεί απάντηση και για το σύστημα υγείας από την πλευρά των λαϊκών αναγκών και δικαιωμάτων. Στην καθημερινή μας επαφή με τους εργαζομένους συναντάμε -μαζί με τη διαμαρτυρία και την αγανάκτηση για «τα χάλια του δημόσιου συστήματος υγείας»- μια ποικιλία απόψεων για την ερμηνεία αυτής της κατάστασης. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι στον προσανατολισμό τους το γεγονός ότι στον καπιταλισμό οι παροχές υγείας προς τα λαϊκά στρώματα καθορίζονται αντικειμενικά από τις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής.
Μπορεί να βλέπουν με μια ταξικότητα το αποτέλεσμα, να το εκφράζουν με απλό τρόπο, όπως «για το φτωχό, για το λαό υπάρχει η ταλαιπωρία και οι πληρωμές, αλλιώς κινδυνεύει η υγεία ή και η ζωή του». Δε συμβαίνει όμως το ίδιο στην ταξική ερμηνεία της αιτίας που δημιουργεί όλα τα προβλήματα και που βασανιστικά προσπαθούν να αντιμετωπίσουν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους. Οσο συμβαίνει αυτό, ενισχύονται οι προϋποθέσεις να εγκλωβίζονται σε «λύσεις» διαχειριστικού χαρακτήρα ή και να αντιλαμβάνονται το ζήτημα της λαϊκής υγείας με ουμανιστική αφέλεια. Αυτό το αδύνατο σημείο αξιοποιείται και αποτελεί «πύλη εισόδου» της αστικής και της μικροαστικής προπαγάνδας στα λαϊκά στρώματα, που ενώ βλέπουν ότι υπάρχει ταξικότητα στην επίπτωση των μέτρων εναντίον τους, ταυτόχρονα επηρεάζονται από την αντίληψη «όλοι φταίνε», «τι να κάνει και το κράτος», «δεν υπάρχουν λεφτά». Τελικά αμβλύνεται και θολώνεται στην πράξη η γραμμή αντιπαράθεσης λαός - μονοπώλια. Στον καπιταλισμό το σύνολο των παραγομένων προϊόντων και υπηρεσιών αποτελούν εμπορεύματα. Εμπόρευμα όμως -και εδώ είναι το κρίσιμο σημείο- αποτελεί και η ίδια η εργατική δύναμη. Ακριβώς επειδή η εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα, όλα όσα χρειάζονται για την αναπαραγωγή της, την αποκατάστασή της από τη φθορά, γενικότερα για τη διατήρηση της ικανότητάς της να μπαίνει στην παραγωγή, αποτελούν και αυτά εμπορεύματα. Επομένως και ο τομέας της υγείας και ό,τι αυτός περιλαμβάνει (πρόληψη, θεραπεία, αποκατάσταση) είτε ως προϊόντα είτε ως υπηρεσίες, αποτελούν εμπορεύματα. Αυτό το βασικό χαρακτηριστικό ίσχυε και ισχύει πάντα στον καπιταλισμό. Η ύπαρξη εκτεταμένου κρατικού τομέα με σχετικά περισσότερες δημόσιες παροχές υγείας σε μια περίοδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, όπως στη δεκαετία του 1980, δεν αλλάζει την παραπάνω πραγματικότητα. Αλλωστε και σε άλλους τομείς της οικονομίας, όταν δεν υπήρχε ενδιαφέρον ή δυνατότητα από τους καπιταλιστές να δραστηριοποιηθούν σε έναν τομέα, τότε αναλάμβανε το κράτος.
Ο εκτεταμένος κρατικός τομέας στην υγεία δημιουργούσε και δημιουργεί αυταπάτες περί «κοινωνικού κράτους» στον καπιταλισμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν οι επιδράσεις μιας προηγούμενης και χωρίς επιστροφή περιόδου, που ο καπιταλισμός είχε σχετικά μεγαλύτερες δυνατότητες μαζικών παροχών, σε συνδυασμό με την πίεση που ασκούσε η πάλη του εργατικού και λαϊκού κινήματος, αλλά και το επίπεδο των κατακτήσεων των εργαζομένων στις χώρες που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό. Ανεξάρτητα από τον τρόπο διαχείρισης του συστήματος, ποτέ δεν έπαψε -ούτε είναι δυνατό να γίνει- η διαπάλη ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές και το κράτος τους, για το μερίδιο κατανομής του πλούτου και για το ποσοστό που θα πηγαίνει σε υπηρεσίες υγείας για τους εργαζόμενους. Εχοντας σαν βάση την παραπάνω ταξική πραγματικότητα, μπορούμε να εκτιμήσουμε τι και γιατί επιδιώκει η κυβέρνηση με την πολιτική των αναδιαρθρώσεων στο χώρο της υγείας, η οποία αποτελεί συναποφασισμένη πολιτική με την ΕΕ και το κεφάλαιο.
ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ - ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ - ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΤΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΤΩΝ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ
Οι αναδιαρθρώσεις στον τομέα της υγείας και τα μέτρα που απορρέουν από αυτές έχουν σχεδιαστεί αρκετά χρόνια πριν. Τα συναντάμε διατυπωμένα στα προγράμματα και στις εκλογικές διακηρύξεις του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της ΝΔ, δηλαδή δε γεννήθηκαν στη φάση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, αλλά πολύ πιο πριν. Η κρίση ανάγκασε τους πολιτικούς διαχειριστές του συστήματος να επιταχύνουν την εφαρμογή τους, αξιοποιώντας και την ανεπαρκή γι’ αυτές τις περιπτώσεις στάθμη του εργατικού-λαϊκού κινήματος.
Αξιοποιούν το φόβο που προκαλείται σε πλατιά λαϊκά στρώματα από τον κίνδυνο της ανεργίας, την απειλή για αδυναμία πληρωμών των μισθών και των συντάξεων, από την ανασφάλεια, τη διστακτικότητα που δείχνουν να μετατρέψουν τη δυσαρέσκεια και την αγανάκτησή τους σε οργανωμένη ένταξη στην ταξική πάλη, να κάνουν τις θυσίες που απαιτούνται γι’ αυτή. Το βασικό στοιχείο των αναδιαρθρώσεων στο σύστημα υγείας είναι η προσαρμογή του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής και ανάπτυξης και μάλιστα σε συνθήκες οξύτατου ανταγωνισμού και δυσκολίας αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου συγκριτικά με την προηγούμενη περίοδο. Αυτός είναι ο πυρήνας που ενώνει τα ανταγωνιζόμενα τμήματα του κεφαλαίου, με στόχο να διαμορφώσουν ακόμα πιο «φτηνούς» εργαζόμενους, να συμπιέσουν ακόμα περισσότερο την τιμή της εργατικής δύναμης. Αυτό το πετυχαίνουν με συμπίεση του μεταβλητού κεφαλαίου, δηλαδή με τη μείωση του λεγόμενου μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους των εργαζομένων.
Σε αυτό το «μη μισθολογικό κόστος» εντάσσονται οι δαπάνες για την υγεία, την πρόνοια, την ασφάλιση, την παιδεία κλπ. Πρακτικά με τον τρόπο αυτό ο καπιταλιστής εξασφαλίζει και προσπορίζεται μεγαλύτερο μέρος της υπεραξίας που παράγει η εργατική δύναμη. Ο εργαζόμενος και η παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών από αυτόν στοιχίζουν λιγότερο, συνεπώς ο καπιταλιστής διεκδικεί καλύτερη θέση από τους ανταγωνιστές του και περισσότερα κέρδη. Αυτό όμως εφαρμόζεται και από το συλλογικό καπιταλιστή, το κράτος, γι’ αυτό και κατοχυρώνει με τη νομοθεσία την επιδίωξη αυτή του καπιταλιστή. Από αυτή τη σκοπιά πρέπει να ερμηνεύουμε το επιχείρημα της κυβέρνησης που συχνά-πυκνά διατυπώνει ότι «το κράτος θέτει τους κανόνες λειτουργίας του δημόσιου και ιδιωτικού συστήματος υγείας», δίνοντας μια «ουδέτερη» αίσθηση σε μια βαθιά ταξική, αντιλαϊκή πολιτική. Δηλαδή το κράτος απ’ τη μια κατοχυρώνει τον καπιταλιστή, αλλά και το ίδιο συμπιέζει τις δαπάνες για τη λειτουργία του συστήματος υγείας που δίνει μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, προκειμένου να εξασφαλίσει μεγαλύτερο κομμάτι με τη μορφή της χρηματοδότησης, των κινήτρων με τις εισφοροαπαλλαγές, τις φοροελαφρύνσεις κλπ. στους επιχειρηματίες, για τον ίδιο στόχο, την εξυπηρέτηση της κερδοφορίας και του ανταγωνισμού του κεφαλαίου. Βεβαίως η συμπίεση των κρατικών και εργοδοτικών δαπανών παίρνει υπόψη και το γεγονός ότι η εργατική δύναμη για να είναι εκμεταλλεύσιμη πρέπει να διατηρεί μια ελάχιστη ικανότητα να μπαίνει στην παραγωγική διαδικασία.
Επομένως, κάθε φορά το καπιταλιστικό κράτος προσπαθεί να λύσει την αντίφαση μεταξύ της μικρότερης δυνατής δαπάνης για το σύστημα υγείας που, μαζί με όλους τους άλλους παράγοντες, όπως συνθήκες διαβίωσης, δουλειάς κλπ., οδηγεί στην επιδείνωση της υγείας και από την άλλη να διατηρείται αυτή σε ένα επίπεδο ικανό για εκμετάλλευση. Αυτό ακριβώς το πρόβλημα έρχεται να λύσει η κυβέρνηση με τον προγραμματικό της στόχο για «εξασφάλιση ενός βασικού πακέτου παροχών υγείας». Στο ζήτημα της υγείας εκφράζεται και αναδεικνύεται η βασική αντίθεση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και οργάνωσης της κοινωνίας. Ενώ η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί, η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν κάνει άλματα, έρχεται αντικειμενικά στο επίκεντρο το ερώτημα: γιατί αυτή η δυνατότητα να μη μετουσιώνεται σε λύση των προβλημάτων στο σύστημα της υγείας; Αντίθετα, τα λαϊκά στρώματα όλο και πιο δύσκολα ωφελούνται από αυτή την εξέλιξη, στερούνται την παροχή δωρεάν και ποιοτικά αναβαθμισμένων υπηρεσιών υγείας. Για την απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει σημασία η σύγκριση να γίνεται με βάση τις σημερινές δυνατότητες που έχει δημιουργήσει η συλλογική κοινωνικοποιημένη εργασία και όχι με αυτές προηγούμενων περιόδων, που αντικειμενικά ήταν πίσω από τις σημερινές.
Σήμερα όμως, με τις δυνατότητες που δημιουργεί η πρόοδος σε όλους τους τομείς, γιατί πρέπει να θεωρείται πολυτέλεια π.χ. η κάλυψη των νησιωτικών περιοχών και γενικά των απομακρυσμένων με πλήρεις υποδομές υγείας, με όλες τις βασικές ειδικότητες, με ειδικευμένους γιατρούς και όχι ανειδίκευτους στα αγροτικά ιατρεία, καθώς και η ύπαρξη μόνιμου νοσηλευτικού προσωπικού σε κάθε ιατρείο και σε κάθε σχολική μονάδα; Γιατί σήμερα να θεωρείται στην πράξη πολυτέλεια ο επαρκής αριθμός σε κρεβάτια μονάδων εντατικής θεραπείας, ώστε να μην αναγκάζονται οι γιατροί να επιλέγουν σε ποιον θα δώσουν τη δυνατότητα να ζήσει και σε ποιον όχι; Γιατί να θεωρείται πολυτέλεια η στελέχωσή τους με εξειδικευμένο προσωπικό, ώστε να προετοιμάζεται και να εξασφαλίζεται η αξιοποίηση οργάνων και ιστών για μεταμοσχεύσεις που θα έσωζαν τη ζωή αρκετών ανθρώπων; Είναι ορισμένα μόνο ενδεικτικά παραδείγματα που βγάζουν στην επιφάνεια όχι απλά κάποιες αρνητικές πλευρές ενός συστήματος υγείας που θα μπορούσαν να διορθωθούν, αλλά τη συνολική συγκρότηση και κατεύθυνσή του, την ταξικότητά του, απόρροια της οποίας είναι όλα τα προβλήματα που τελικά βιώνουν τα λαϊκά στρώματα. Αυτό το σύστημα υγείας, που είναι ξεπερασμένο για διαφορετικούς λόγους για τους εργαζόμενους και για διαφορετικούς για το καπιταλιστικό σύστημα, έρχεται τώρα η κυβέρνηση να το αλλάξει.
Παίρνει ένα σύνολο διαρθρωτικών μέτρων, που στις βασικές κατευθύνσεις του έχει τη συμφωνία και τη στήριξη από τα άλλα κόμματα της πλουτοκρατίας, την ΕΕ και το κεφάλαιο. Πρόκειται για συνολική επιδείνωση των όρων παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ιδιαίτερα των εργατοϋπαλλήλων, των μικρών επαγγελματοβιοτεχνών και εμπόρων, των φτωχών αγροτών, των ανασφάλιστων και των μεταναστών. Να πάρουμε υπόψη ότι αυτή η επιδείνωση πραγματοποιείται σε περίοδο που αντικειμενικά υπάρχει ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη δημόσιων δωρεάν υπηρεσιών υγείας - πρόνοιας. Η κατάσταση της υγείας του λαού υπονομεύεται από το αποτέλεσμα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, που είναι η αύξηση της ανεργίας, η γενίκευση της ελαστικής απασχόλησης, η εντατικοποίηση της δουλειάς, η έλλειψη μέτρων υγείας και ασφάλειας, η κακή ποιότητα διατροφής, η έλλειψη ελεύθερου χρόνου για πολιτισμό-αθλητισμό, ξεκούραση κλπ. Επομένως ενώ υπάρχει συνολική επιδείνωση των όρων ζωής της λαϊκής οικογένειας, προωθούνται μέτρα τα οποία αποσκοπούν στη δραστική μείωση ακόμα και αυτών των ανεπαρκών κοινωνικών παροχών των προηγουμένων χρόνων και ταυτόχρονα οδηγούν στην αύξηση του μέρους της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και φροντίδας που οι εργαζόμενοι θα πρέπει να αγοράζουν, πληρώνοντας με την επαγγελματική - ιδιωτική ασφάλιση ή και με «ζεστό» χρήμα.
ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΝΟΜΟΥ
Η αποσύνδεση των κλάδων υγείας των τεσσάρων μεγαλύτερων ασφαλιστικών ταμείων (ΙΚΑ, ΟΠΑΔ, ΟΑΕΕ, ΟΓΑ) από τους κλάδους της συνταξιοδότησης και η ενοποίησή τους στον Εθνικό Οργανισμό Παροχών Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) αποσκοπεί στην προς τα κάτω ενοποίηση των παροχών υγείας όλων των ασφαλιστικών ταμείων. Η χρηματοδότηση των παροχών θα εξαρτάται κυρίως από το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων. Αν υπολογίσουμε όμως τις αυξητικές τάσεις που παίρνει η ανεργία, η ανασφάλιστη εργασία, οι ελαστικές μορφές της και η θεσμοθέτηση της μείωσης της κρατικής χρηματοδότησης, γίνεται φανερό ότι για να έχει ένας εργαζόμενος τις σημερινές ανεπαρκείς παροχές, θα πρέπει να πληρώσει επιπλέον χρήματα εκτός των ασφαλιστικών εισφορών. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η κρατική χρηματοδότηση αυτού του φορέα με τα τέσσερα ταμεία (ΕΟΠΥΥ) θα απορροφά τώρα το 0,6% του ΑΕΠ, όταν η χρηματοδότηση του κλάδου υγείας ενός μόνο ταμείου, του ΙΚΑ, απορροφούσε το 1% του ΑΕΠ. Ταυτόχρονα αυξάνονται οι ασφαλιστικές εισφορές για τον κλάδο υγείας στο 4% για όλους τους συνταξιούχους.
Αυτό σημαίνει ότι για να επιβιώσει ο ΕΟΠΥΥ θα πρέπει να αγοράζει ένα ελάχιστο όριο παροχών (βασικό πακέτο το ονομάζει η κυβέρνηση) από το δημόσιο, ημιδημόσιο ή ιδιωτικό τομέα για τους ασφαλισμένους του και ταυτόχρονα να πουλάει δικές του υγειονομικές υπηρεσίες για να έχει έσοδα και κέρδη. Σε αυτή τη βάση ο ΕΟΠΥΥ θα διαχειρίζεται τις πρωτοβάθμιες μονάδες υγείας με τη μορφή του δικτύου που θα συντονίζει τις υπάρχουσες δομές εξωνοσοκομειακής περίθαλψης (Κέντρα Υγείας, αγροτικά ιατρεία, πολυϊατρεία ασφαλιστικών ταμείων, ιδιωτικά και δημοτικά ιατρεία κλπ). Σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες, τη λειτουργία των σημερινών πολυϊατρείων του ΙΚΑ θα αναλάβουν οι «κοινοπραξίες γιατρών», δηλαδή η σύμπραξη των γιατρών των σημερινών ασφαλιστικών ταμείων με άλλους ιδιώτες γιατρούς. Αυτές οι κοινοπραξίες θα πληρώνουν μια μορφή ενοικίου σε χρήμα ή σε είδος (παροχή υπηρεσιών) προς τον ιδιοκτήτη αυτών των υγειονομικών μονάδων, δηλαδή τον ΕΟΠΥΥ, στον οποίο μεταφέρθηκαν μετά την αποσύνδεση του κλάδου υγείας από τον κλάδο ασφάλισης των ασφαλιστικών ταμείων. Οι κοινοπραξίες θα αναλάβουν επίσης το κόστος των λειτουργικών δαπανών ή ένα μεγάλο μέρος από αυτές. Πρακτικά πρόκειται για μετατροπή αυτών των μονάδων σε επιχειρήσεις που θα πουλάνε υπηρεσίες και μάλιστα εκείνους τους τομείς υπηρεσιών που θα εξασφαλίζουν περισσότερα κέρδη. Η κοινοπραξία δε σημαίνει και ισοτιμία ανάμεσα στους γιατρούς που θα συμπράττουν, αφού θα συνυπολογίζεται ο αριθμός των ασθενών - πελατών, αλλά και τα έσοδα που εξασφαλίζει ο κάθε γιατρός - «μέτοχος» της κοινοπραξίας. Σ’ αυτές τις επιχειρηματικές υγειονομικές μονάδες θα αξιοποιείται και ένας αριθμός γιατρών με τα χαρακτηριστικά του «φτηνού και ευέλικτου επιστημονικού δυναμικού», αλλά και άλλες ειδικότητες, νοσηλευτές, διοικητικοί, τεχνολόγοι, με ακόμα πιο μειωμένα εργασιακά, μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Η ιδιωτικοποίηση και η εμπορευματική δράση των δημόσιων μονάδων υγείας εκφράζεται και στα δημόσια νοσοκομεία, στα οποία επεκτείνεται η παράδοση όλων των υποστηρικτικών τους υπηρεσιών στον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα.
Η ενίσχυση του εμπορευματικού χαρακτήρα της λειτουργίας τους προωθείται μέσω της πλήρους κατάργησης των κρατικών δαπανών για τη λειτουργία τους, αλλά και για ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος στη μισθοδοσία του προσωπικού, όπως ιδιωτικά συνεργεία, επικουρικό προσωπικό και μέρος των πραγματοποιούμενων εφημεριών. Η αύξηση του εισιτηρίου στα 5 ευρώ για την εξέταση στα εξωτερικά ιατρεία, η ολοήμερη επιχειρηματική λειτουργία τους, η ιδιαίτερη πληρωμή για διαγνωστικές εξετάσεις, είναι τα εργαλεία για την ενίσχυση των εσόδων των νοσοκομείων που αποτελούν προάγγελο της γενικευμένης επιχειρηματικής λειτουργίας τους, αλλά και νέων αυξήσεων στις πληρωμές για παροχές σε βάρος των εργαζομένων. Από αυτή τη λειτουργία, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια κόστους - οφέλους, θα εξαρτάται η «βιωσιμότητά τους» ως κερδοφόρες επιχειρήσεις ή το κλείσιμό τους. Αυτό εννοεί το ΠΑΣΟΚ στο πρόγραμμά του, όταν αναφέρει ότι τα δημόσια νοσοκομεία πρέπει να είναι «αυτοτροφοδοτούμενες οικονομικές μονάδες». Η προβολή από την κυβέρνηση της αξιολόγησης των δημόσιων μονάδων με ποσοτικούς και ποιοτικούς δείκτες για την αποτελεσματικότητά τους δεν έχει κριτήριο την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, αλλά την κερδοφόρα επιχειρηματική δράση. Αυτό θα είναι και το κριτήριο των συγχωνεύσεων και καταργήσεων δημόσιων νοσηλευτικών μονάδων, τμημάτων ή κλινικών. Σοβαρή επίδραση στην ενίσχυση της επιχειρηματικής δράσης των δημόσιων νοσοκομείων, του προσανατολισμού και του είδους των υπηρεσιών που θα αναπτύξουν ή θα καταργήσουν, θα παίξει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Η δυνατότητα που δίνει ο νέος νόμος στα νοσοκομεία να αναθέτουν στις τράπεζες να πληρώνουν τους προμηθευτές τους, όταν δεν μπορούν να ανταποκριθούν οικονομικά, ουσιαστικά ανοίγει το δρόμο για την άμεση διείσδυση των τραπεζών στο δημόσιο σύστημα υγείας. Στο προηγούμενο διάστημα κατά κανόνα ο ισολογισμός των προϋπολογισμών των δημόσιων νοσοκομείων ήταν υπόθεση του κράτους. Τώρα τα νοσοκομεία πρέπει να λειτουργήσουν πλήρως σαν «αυτόνομες οικονομικές μονάδες», χωρίς την κρατική χρηματοδότηση για λειτουργικές δαπάνες. Οι τράπεζες σαν πιστωτές θα πιέσουν να πάρουν πίσω τα χρήματα που έδωσαν μαζί με το κέρδος και αυτό αντικειμενικά σημαίνει λειτουργία των νοσοκομείων ως επιχειρήσεις, π.χ. αξιοποιώντας τις υποδομές και τις υπηρεσίες των νοσοκομείων από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες που ελέγχουν. Σημαντικό στοιχείο των εξελίξεων αποτελεί η δραστική άρση των περιορισμών στις ιδιωτικές επιχειρήσεις της υγείας, προκειμένου να επεκτείνουν, να μετατρέπουν, να μεταφέρουν το είδος και τους τομείς της δράσης τους. Πρόκειται για μέτρο που αφενός δίνει τη δυνατότητα στους επιχειρηματίες για πιο εύκολη και γρήγορη επένδυση συσσωρευμένων αδιάθετων κεφαλαίων και αφετέρου προσανατολίζει τη δράσης τους στους πιο κερδοφόρους τομείς. Σημαίνει ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση των λαϊκών αναγκών, π.χ. με το να μπορούν πιο εύκολα να μετατρέψουν ένα τμήμα νοσηλείας, το οποίο έχει υψηλό κόστος λειτουργίας και πιθανόν χαμηλή πληρότητα λόγω του ανταγωνισμού, σε διαγνωστικό τμήμα με χρησιμοποίηση νέας ιατρικής τεχνολογίας. Σημαντικό στοιχείο, το οποίο υποδηλώνει την κατεύθυνση των κυβερνητικών μέτρων για εμπορευματοποίηση, είναι η γενικευμένη επιβολή νοσηλείων-τροφείων στις στέγες υποστηριζόμενης διαβίωσης για άτομα με βαριές αναπηρίες.
Ουσιαστικά το κράτος δίνει «λύση» στη χρηματοδότηση αυτών των ιδρυμάτων χωρίς το ίδιο να συμμετέχει, αφού την αναθέτει στα ήδη προβληματικά, υποχρηματοδοτούμενα ασφαλιστικά ταμεία. Δημιουργεί δηλαδή τις προϋποθέσεις αύξησης των εισφορών των ασφαλισμένων, καθιέρωση επιπλέον πληρωμών, αλλά και τον άμεσο κίνδυνο να πεταχτούν έξω από τα ιδρύματα ανασφάλιστα Ατομα με Ειδικές Ανάγκες (ΑμΕΑ) φτωχών λαϊκών οικογενειών, παίρνοντας υπόψη και τον περιορισμό της προνοιακής ασφάλισης-κάλυψης, αφού αυστηροποιούνται τα κριτήρια της απορίας. Η κατεύθυνση αλλά και η υλοποίηση του σχεδίου μείωσης έως κατάργησης των κρατικών δαπανών και παροχών έχει ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1990. Σταδιακά όλες οι κυβερνήσεις περιόριζαν την κρατική δαπάνη για τη λειτουργία των δημοσίων νοσοκομείων, αύξαναν τα νοσήλεια με τις ανατιμολογήσεις αλλά και με την «αναβάθμιση» της θέσης των κρεβατιών. Αυτή η πολιτική μετέφερε το βάρος των δαπανών στα ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία δεν είχαν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν, αφού με κρατική ευθύνη μειώθηκαν τα αποθεματικά τους (άτοκη χρησιμοποίησή τους από την ΤτΕ, επισφαλείς επενδύσεις στο χρηματιστήριο) και μειώθηκαν τα έσοδά τους (ανεργία, ανασφάλιστη εργασία, πάγωμα μισθών κλπ.). Τώρα, μαζί με τη δραστική μείωση των κρατικών δαπανών και παροχών, σχεδιάζεται αντίστοιχα και η μείωση των δαπανών και παροχών των ασφαλιστικών ταμείων. Στα πλαίσια του ΕΟΠΥΥ σχεδιάζεται πόσο θα πουλάνε τις υπηρεσίες οι μονάδες υγείας και αντίστοιχα το ύψος αποζημίωσης που θα καλύπτουν ενιαία οι κλάδοι υγείας των ασφαλιστικών ταμείων. Το έδαφος έχει προετοιμαστεί τα προηγούμενα χρόνια, αφού γίνονταν σταδιακά και συστηματικά κάθε είδους περικοπές από όλα τα ασφαλιστικά ταμεία: Με επιβολή και αύξηση της συμμετοχής στην αγορά φαρμάκων, με την επέκταση της λίστας φαρμάκων και εργαστηριακών εξετάσεων που δεν αποζημίωναν τα ασφαλιστικά ταμεία, με περιορισμό στην έγκριση απαραίτητων θεραπειών, με την περικοπή υγειονομικού και αναλώσιμου υλικού, βοηθημάτων σε χρόνια πάσχοντες, αναπήρους κλπ. Ολα τα παραπάνω δείχνουν ότι αυτό που προωθείται σήμερα δεν είναι απλά ένα σύστημα υγείας λιγότερο «γαλαντόμο» στις παροχές προς τους εργαζόμενους, αλλά ένα σύστημα που οικοδομείται σε νέα βάση, που θα έχει «απελευθερωθεί» από τον όποιο κοινωνικό χαρακτήρα είχε τις περασμένες δεκαετίες. Και αυτό δεν οφείλεται στην αλλαγή συσχετισμών ή στην επικράτηση λαθεμένων πρακτικών και αντιλήψεων στην πολιτική διαχείρισης. Οφείλεται στις σημερινές αντικειμενικές ανάγκες του κεφαλαίου. Το σύστημα υγείας προσαρμόζεται περισσότερο στην εμπορευματοποίηση - επιχειρηματικότητα, είναι μια αντεργατική - αντιλαϊκή προσαρμογή, την οποία υπηρετεί και η σχεδιασμένη πλήρης ανάθεση των υπηρεσιών υγείας στους νέους καλλικρατικούς δήμους και περιφέρειες. Αυτά τα όργανα διαμορφώνονται ακριβώς για να στηρίξουν, να διευκολύνουν σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο την επιχειρηματική δράση σε όλους τους τομείς. Επιπλέον θα στηρίξουν την ανάπτυξη φτηνών υπηρεσιών, αξιοποιώντας τον εθελοντισμό, τις ΜΚΟ, τις «κοινωνικές επιχειρήσεις», προκειμένου να αντιμετωπίσουν ακραίες κοινωνικές καταστάσεις.
Οταν λοιπόν η κυβέρνηση, η ΕΕ, το κεφάλαιο, άλλες πολιτικές δυνάμεις που το στηρίζουν, σηκώνουν κουρνιαχτό για τα χάλια του δημοσίου συστήματος υγείας, ενώ ταυτόχρονα περιβάλλουν με στοργή τον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα, δείχνουν τι τους ενοχλεί, ποια βαρίδια θέλουν να ξεφορτωθούν. Θέλουν να απαλλαγούν από τα ελάχιστα δικαιώματα και κοινωνικές παροχές που έχουν απομείνει στους εργαζόμενους, να μην ξοδεύουν από τον πλούτο που παράγει η εργατική τάξη για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, για υπηρεσίες πρόληψης, θεραπείας και αποκατάστασης, να μη μειωθούν τα κέρδη τους σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και όξυνσης του ανταγωνισμού. Οταν η κυβέρνηση μιλάει για εξορθολογισμό των δαπανών, για περιστολή της σπατάλης, έχει μπροστά τον κατάλογο με τις παροχές προς τους εργαζόμενους. Με τα ίδια ή παρόμοια επιχειρήματα περιόρισε τις «σπάταλες» συντάξεις, τα «σπάταλα» δώρα και επιδόματα, «εξορθολόγισε» τα χρόνια συνταξιοδότησης ώστε να μην απέχουν ή και να ταυτιστούν με τα βιολογικά όρια των εργαζόμενων. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή η πολιτική είναι πολύ καλά επεξεργασμένη, οργανωμένη, μεθοδική και συστηματική. Μια βασική της πλευρά είναι να ενοχοποιήσουν τα λαϊκά στρώματα ότι είναι συνυπεύθυνα για την άσχημη κατάσταση στην υγεία αλλά και γενικότερα. Θέλουν να αποπροσανατολίσουν, να αδρανοποιήσουν τα λαϊκά στρώματα, αν δεν μπορέσουν να τα κερδίσουν ενεργά στην εφαρμογή της αντιλαϊκής και βάρβαρης πολιτικής τους. Αποτελεί πρόκληση να ενοχοποιείται κάθε λαϊκό δικαίωμα και ανάγκη, να ενοχοποιούνται αυτοί που παράγουν τον πλούτο. Είναι διαστροφή το επιχείρημα ότι η υγεία του λαού κοστίζει ακριβά, όταν τις τιμές και το κόστος το διαμορφώνουν τα μονοπώλια της βιοϊατρικής τεχνολογίας, των φαρμάκων, του υγειονομικού και αναλώσιμου υλικού, οι επιχειρήσεις της ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών. Προβάλλουν τα φαινόμενα διαφθοράς ως αιτία των προβλημάτων για να κρύψουν ότι αυτά είναι σύμφυτα της εμπορευματοποίησης και επιχειρηματικότητας, της διεύρυνσης της «αγοράς υγείας», ενώ σε κάθε περίπτωση η «παράνομη κερδοφορία» είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στην τεράστια νόμιμη κερδοφορία.
ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΥΓΕΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟΥΣ
Αρνητικές επιπτώσεις από τις αναδιαρθρώσεις στο χώρο της υγείας θα υπάρξουν και στους υγειονομικούς και ιδιαίτερα στους νέους εργαζόμενους όλων των κλάδων και ειδικοτήτων. Ο στόχος του κεφαλαίου για μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης δε θα περιοριστεί στη μέχρι τώρα αφαίρεση δικαιωμάτων. Οσο οξύνεται ο ανταγωνισμός στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, τόσο θα αυξάνει η πίεση για ανατροπή κατακτήσεων που υπάρχουν στις συλλογικές συμβάσεις, στο εισόδημα, στις σχέσεις εργασίας κλπ. Η απελευθέρωση των όρων απόλυσης θα ασκήσει σοβαρή πίεση για εξαναγκασμό σε περιορισμό των απαιτήσεων. Ανάλογα θα επιδράσει ο φόβος των απολύσεων λόγω των συγχωνεύσεων και εξαγορών μικρότερων επιχειρήσεων ή και κλεισίματος κάποιων από αυτές. Αλλά και στο δημόσιο τομέα, η προσαρμογή του στην επιχειρηματική δράση απαιτεί πιο φτηνό και ευέλικτο προσωπικό. Αυτό ήδη υπάρχει εδώ και χρόνια, όμως τώρα θα επεκταθεί και θα επιταχυνθούν οι διαδικασίες προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι προσαρμογές στο δημόσιο τομέα υγείας συνεπάγονται γενίκευση του φαινομένου να υπάρχουν εργαζόμενοι διαφορετικών εργασιακών σχέσεων, να ενισχύεται ο αριθμός των εργαζομένων στα ιδιωτικά συνεργεία που οι περισσότεροι απολύονται και ξαναπροσλαμβάνονται για να μην κατοχυρώνουν δικαιώματα. Ενισχύεται ο θεσμός των εργαζομένων με μπλοκάκι και των συμβασιούχων-επικουρικών, ιδιαίτερα στους γιατρούς και τους νοσηλευτές και επεκτείνεται στις δημόσιες μονάδες της πρόνοιας. Στη νέα συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) η εργασιακή σχέση που θα κυριαρχήσει στους γιατρούς είναι αυτή του συμβασιούχου, που θα διατηρεί και την ιδιότητα του ελευθεροεπαγγελματία. Υπολογίζεται ότι οι μέχρι τώρα 7.500 γιατροί του ΙΚΑ που αντιστοιχούσαν σε 5,5 εκατομμύρια ασφαλισμένων, τώρα θα γίνουν 20.000 γιατροί για 10 εκατομμύρια ασφαλισμένους. Δηλαδή η αναλογία γιατρών - ασφαλισμένων από 1/730 γίνεται 1/500 περίπου. Αυτό σημαίνει ότι η «πίττα» της αγοράς διεκδικείται από πολλούς περισσότερους γιατρούς. Αυτό ήταν το ζήτημα που προβλήθηκε από τις ηγεσίες των ιατρικών συλλόγων και κυριάρχησε στις πρόσφατες κινητοποιήσεις. Γι’ αυτό διεκδικήθηκε οι αποζημιώσεις των γιατρών να υπολογίζονται κατά πράξη και περίπτωση, που σημαίνει αύξηση των αποδοχών αλλά και αύξηση των πληρωμών από τους ασθενείς. Αντικειμενικά σ’ αυτές τις συνθήκες που διαμορφώνουν ένταση του ανταγωνισμού, ένας αριθμός γιατρών, ιδιαίτερα νέων, θα αποκτήσει τα χαρακτηριστικά του επιστημονικού προλεταριάτου. Υπάρχουν επίσης δυο νέα στοιχεία που προωθούνται το τελευταίο διάστημα. Το πρώτο είναι η πρόβλεψη για μετακίνηση προσωπικού ανάμεσα σε διαφορετικές υγειονομικές μονάδες για να καλυφθούν ανάγκες που δημιουργούνται από την έλλειψη προσωπικού επειδή δε γίνονται προσλήψεις. Το δεύτερο στοιχείο είναι η θεσμοθέτηση ώστε ένα μέρος των δαπανών για τις εφημερίες των νοσοκομείων να συσχετίζεται ανάλογα με τα έσοδα από την πώληση υπηρεσιών υγείας στην «ολοήμερη» λειτουργία.
Αυτό αποτελεί προμήνυμα της γενικευμένης εφαρμογής του μέτρου αυτού το επόμενο διάστημα. Καθιερώνεται η εξάρτηση ενός μέρους -μεγαλύτερου ή μικρότερου, ανάλογα με τον κλάδο και την ειδικότητα- του εισοδήματος των εργαζομένων από την εξασφάλιση πελατείας-ασθενών. Από τα αποτελέσματα της επιχειρηματικής δράσης δε θα εξαρτάται μόνο ένα μέρος του εισοδήματος, αλλά θα αποτελεί και κριτήριο διατήρησης ή όχι της εργασιακής θέσης ή και ολόκληρου τμήματος του νοσοκομείου, αφού με αυτό το κριτήριο θα αποφασίζεται αν είναι οικονομικά «βιώσιμο». Το ενιαίο μισθολόγιο που διαμορφώνει η κυβέρνηση θα αποτυπώνει αφενός τη μείωση των αποδοχών και αφετέρου τη σύνδεσή τους με τη λεγόμενη αύξηση της παραγωγικότητας. Η στρατηγική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων δεν ανατρέπει μόνο τις συνθήκες ζωής ορισμένων μικροαστικών στρωμάτων, όπως αυτοαπασχολούμενοι γιατροί, φαρμακοποιοί, αλλά πριν απ’ όλα υποβαθμίζει το μισθό και άλλους όρους εργασίας για τους μισθωτούς γιατρούς του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα, το μεγάλο μέρος των νέων επιστημόνων. Ετσι για μεγάλο τμήμα των νέων επιστημόνων, που η προοπτική τους δεν είναι να γίνουν επιχειρηματίες στον τομέα της υγείας ή να υπηρετήσουν αυτό το σύστημα από τη θέση ενός ανώτερου μεσαίου στρώματος, αντικειμενικά διαμορφώνεται κοινό συμφέρον με τους άλλους μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους βιοπαλαιστές να διεκδικήσουν ένα αποκλειστικά δημόσιο, δωρεάν σύστημα παροχών υγείας, ως κρατικοί υπάλληλοι με μισθούς και συνθήκες ζωής που αναταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες και μπορούν να εξασφαλιστούν με ριζική ανατροπή των σχέσεων παραγωγής, με τη λαϊκή οικονομία.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ
Η σύμπτωση των αστικών κομμάτων,προέρχεται από μια γενική αποδοχή της στρατηγικής του κεφαλαίου για ενίσχυση της επιχειρηματικότητας - εμπορευματοποίησης στον τομέα της υγείας, όπως σε γενική κατεύθυνση εκφράζεται και από την ΕΕ. Αλλωστε σημαντικό μέρος των αναδιαρθρώσεων που προωθεί σήμερα η κυβέρνηση προετοιμάστηκε και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ, π.χ. η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης, η μεταφορά των δαπανών από το κράτος στα ασφαλιστικά ταμεία, η σταδιακή μείωση των παροχών, η ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών των νοσοκομείων, η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων ενός μέρους υγειονομικών κλπ. Γι’ αυτό η βασική κριτική, ανάλογα ποιος είναι στην αντιπολίτευση, γίνεται σε ζητήματα που σχετίζονται με την ικανότητα, την αποτελεσματικότητα, το σχεδιασμό, την αποφασιστικότητα να προχωρήσουν πιο γρήγορα και σε βάθος τα αντιλαϊκά μέτρα για την υγεία-πρόνοια. Κάνουν αναφορά στο δημόσιο σύστημα υγείας, αλλά με τα χαρακτηριστικά του εμπορευματοποιημένου συστήματος. Η αναφορά τους στις δωρεάν παροχές παραπέμπει στην πληρωμή μέσω των ασφαλιστικών ταμείων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ανεβάσει την κριτική του απέναντι στην κυβέρνηση, όμως αυτό έχει μόνο προπαγανδιστική αξία για τη διατήρηση κάποιων ισορροπιών στο εσωτερικό τους. Προβάλλουν την αναβάθμιση του δημόσιου συστήματος υγείας ως απάντηση στον ιδιωτικό τομέα, τον οποίο δεν αμφισβητούν. Παραμένουν στη θέση για δωρεάν υγεία, την οποία εννοούν με τη διατήρηση των εισφορών των εργαζομένων στα ασφαλιστικά ταμεία και πληρωμή μέσα από αυτά των παρεχόμενων υπηρεσιών. Προβάλλουν την πληρωμή αυτής της επιχειρηματικής δράσης από τα ασφαλιστικά ταμεία, αναγορεύοντάς την σε δωρεάν παροχή υπηρεσιών. Ουσιαστικά δηλαδή αφήνουν «παράθυρο» στην επιχειρηματική λειτουργία των νοσοκομείων και διαφωνούν στον τρόπο και τις προϋποθέσεις που θα εφαρμοστεί. Αντίστοιχα για το εισιτήριο των 5 ευρώ αντιδρούν για την πληρωμή του μόνο στα επείγοντα περιστατικά στις εφημερίες. Οι θέσεις τους αντανακλούν τη γενικότερη μεσοβέζικη συμβιβαστική πολιτική τους, ότι μπορεί να συνυπάρχει ο δημόσιος με τον ιδιωτικό τομέα στην υγεία στα πλαίσια του εκμεταλλευτικού συστήματος. Αυτό εκφράζει η θέση τους για ισχυρό δημόσιο τομέα, χωρίς να βάζει θέμα για κατάργηση των επιχειρηματικών ομίλων, των μονοπωλίων στο χώρο της υγείας.
Υπάρχει μια ορισμένη πείρα από τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των γιατρών, που η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν ελευθεροεπαγγελματίες και γιατροί του ΙΚΑ με ιδιωτικό ιατρείο, με αφορμή το νομοσχέδιο για τις «διαρθρωτικές αλλαγές στο σύστημα υγείας». Από τους ιατρικούς συλλόγους Αθήνας και Πειραιά (ΙΣΑ,ΙΣΠ), τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο (ΠΙΣ), το σύλλογο Αθήνας - Πειραιά και την Ομοσπονδία των νοσοκομειακών γιατρών (ΕΙΝΑΠ, ΟΕΝΓΕ), το σύλλογο και την Ομοσπονδία των γιατρών του ΙΚΑ (ΣΕΥΠ - ΙΚΑ, ΠΟΣΕΥΠ - ΙΚΑ) υπήρξε κοινό αίτημα για την απόσυρση αυτού του νομοσχεδίου και να ξεκινήσει «διάλογος από μηδενική βάση». Το αίτημα της απόσυρσης του νομοσχεδίου δεν είχε καμία σχέση με αμφισβήτηση της βασικής του κατεύθυνσης που είναι η ενίσχυση της εμπορευματοποίησης - επιχειρηματικότητας του συστήματος υγείας. Μετά τις πρώτες μέρες των κινητοποιήσεων, που διατυπώθηκαν πιο συγκεκριμένα τα αιτήματα όλων αυτών των συλλόγων και ομοσπονδιών, αποδείχτηκε ότι το κύριο ζήτημα που έθεταν ήταν η διαπραγμάτευση των όρων και των προϋποθέσεων της ένταξης των γιατρών σε αυτό το εμπορευματοποιημένο σύστημα υγείας. Ολοι αυτοί οι σύλλογοι διατύπωσαν στο κοινό πλαίσιό τους τη θέση για «αποκλειστικά δημόσια, δωρεάν, νοσοκομειακή περίθαλψη», η οποία στην καλύτερη περίπτωση αποτελεί ευχή, αφού δε συνοδεύεται από την κατάργηση του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα στην υγεία, καθώς και την κατάργηση στο δημόσιο τομέα κάθε πληρωμής από τους ασθενείς και κάθε εισφοράς στον κλάδο υγείας. Παραπέμπουν το «δημόσιο σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης» στο απροσδιόριστο μέλλον, ενώ για το παρόν διεκδικούν μερίδιο στην αγορά αυτών των υπηρεσιών, χωρίς καμία αναφορά στην κατάργηση των πληρωμών από τους ασθενείς. Σε αυτή την κατεύθυνση πρωτοστάτησαν οι δυνάμεις της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίες έχουν είτε την πλειοψηφία είτε ισχυρή εκπροσώπηση σε αυτούς τους συλλόγους.
Οι σύλλογοι των νοσοκομειακών γιατρών (ΟΕΝΓΕ - ΕΙΝΑΠ κλπ.) υποστηρίζουν το δημόσιο σύστημα υγείας, όμως είναι υπέρ και της λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα. Ο ΙΣΑ και ο ΠΙΣ, οι οποίοι έχουν μέλη και τους γιατρούς που δραστηριοποιούνται ως ελευθεροεπαγγελματίες, ως μέτοχοι σε επιχειρηματικές υγειονομικές μονάδες, ενώ καταγγέλλουν τη δράση των επιχειρηματικών ομίλων στο χώρο της υγείας, περιορίζουν την καταγγελία τους στις εταιρίες όπου το πλειοψηφικό πακέτο δεν το έχουν γιατροί. Αντίθετα αν το 100% των μετοχών της εταιρίας ανήκει σε γιατρούς, δεν τη θεωρούν επιχείρηση! Η παρέμβασή μας λοιπόν στην αντίδραση των παραπάνω φορέων για το πολυνομοσχέδιο που σήμερα είναι νόμος πρέπει να αποκαλύπτει ότι φορείς όπως ο ΙΣΑ δεν μπορούν να εκφράσουν με συνέπεια τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των νέων γιατρών ούτε το λαϊκό δικαίωμα για σύγχρονες δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες υγείας.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΓΕΙΑΣ
Επιβεβαιώνεται και από τις εξελίξεις στον τομέα της υγείας-πρόνοιας η εκτίμησή μας ότι αυτό το σύστημα αντικειμενικά δεν μπορεί να δώσει λύσεις ή να κάνει παραχωρήσεις στα λαϊκά στρώματα, όπως έκανε σε προηγούμενη φάση του, σε άλλες συνθήκες. Οι ίδιες οι εξελίξεις φέρνουν με πιο καθαρό τρόπο στην επικαιρότητα την αντιπαράθεση των δυο δρόμων ανάπτυξης. Το δρόμο ανάπτυξης που θα έχει ως κριτήριο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών ή το σημερινό που αντιμετωπίζει την υγεία ως εμπόρευμα. Από την έκβαση αυτής της αντιπαράθεσης θα κριθεί και η κατάκτηση του συστήματος υγείας που θα υπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες. Η ιδεολογική - πολιτική παρέμβαση των κομμουνιστών αυτοτελώς και μέσα στο κίνημα πρέπει να αναδεικνύει την αναγκαιότητα, αλλά και τις κοινωνικές - πολιτικές προϋποθέσεις για να γίνει η υγεία καθολικό λαϊκό δικαίωμα.
Αλληλένδετη με τη μαζική αντίδραση ενάντια στην εφαρμογή του νέου νόμου στην υγεία είναι ο προσανατολισμός της πάλης στον παραπάνω πολιτικό στόχο, αλλιώς η λαϊκή αντίδραση, ακόμα και με σκληρές μάχες, κινδυνεύει να μείνει στη μέση, να τη διαδεχτεί η απογοήτευση, να εγκλωβιστούν λαϊκές δυνάμεις σε αντιλήψεις και πρακτικές που εξανεμίζονται στα όρια της διαχείρισης του συστήματος γενικότερα, αλλά και ειδικότερα στον τομέα της υγείας. Μέσα από την καθημερινή πάλη για να μην αφαιρεθούν δικαιώματα, για να δυσκολέψουμε την εφαρμογή των αντιλαϊκών μέτρων, αλλά και να διεκδικήσουμε την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών, πρέπει να κερδίζει έδαφος στις συνειδήσεις ευρύτερων λαϊκών μαζών η ανάγκη του άλλου δρόμου ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει πάλη για την αλλαγή της τάξης στο επίπεδο της εξουσίας, για κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, για πανεθνικό κεντρικό σχεδιασμό και λαϊκό έλεγχο. Σε αυτές τις συνθήκες δημιουργούνται όλες οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του λαϊκού συστήματος υγείας που θα μπορεί να καλύψει τις συνεχώς διευρυνόμενες λαϊκές-κοινωνικές ανάγκες. Η υγεία ως λαϊκό δικαίωμα προϋποθέτει την κοινωνικοποίηση βιομηχανιών στρατηγικής σημασίας, όπως η φαρμακοβιομηχανία, η βιομηχανία και εισαγωγή ιατρικών μηχανημάτων και υγειονομικού υλικού, ο κλάδος της ενέργειας κλπ. Χρειάζεται ένταξη στον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, γιατί τότε το υπερπροϊόν της ανθρώπινης εργασίας μπορεί να κατανεμηθεί και για την ανάπτυξη των υποδομών, της παραγωγής υλικών και μηχανημάτων στο χώρο της υγείας-πρόνοιας. Γιατί μόνο ο κεντρικός σχεδιασμός μπορεί να αντιμετωπίσει το σχεδιασμό εκπαίδευσης εξειδικευμένου προσωπικού όλων των κλάδων και ειδικοτήτων και την κατανομή του σύμφωνα με τις ανάγκες της πανελλαδικής ανάπτυξης του συστήματος υγείας, την ανάπτυξη της έρευνας και της παραγωγής φαρμάκων, υγειονομικού και αναλώσιμου υλικού.
Η άμεση κοινωνική παραγωγή δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις να εξασφαλιστεί το αποκλειστικά δημόσιο, δωρεάν και σύγχρονο σύστημα υγείας για όλους. Οι υπηρεσίες υγείας θα είναι δωρεάν σε όλους γιατί η ίδια η κοινωνική εργασία διέθεσε ένα μέρος από το παραγόμενο υπερπροϊόν της για τη δημιουργία τους. Βασικό χαρακτηριστικό των υπηρεσιών υγείας στο σοσιαλισμό είναι η καθολική και ισότιμη παροχή τους σε όλους, σύμφωνα με το επίπεδο ανάπτυξής τους και με κριτήριο τις ανάγκες. Η κατάργηση της υγείας ως εμπορεύματος και του κέρδους ως συλλογικού ή ατομικού κίνητρου θέτει τις βάσεις για την πορεία εξάλειψης και των φαινομένων διαφθοράς. Η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής αφαιρεί τον τεράστιο πλούτο που παράγει η κοινωνική εργασία από την ιδιοκτησία του καπιταλιστή. Αυτός ο πλούτος κοινωνικοποιείται και μπαίνει στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών. Καταργείται η εξάρτηση της παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης από την ασφάλιση, τις εισφορές, το είδος της εργασίας, το ύψος του μισθού, την ηλικία κλπ. και επιπλέον βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της η αρχή ότι η υγεία αποτελεί κοινωνική ευθύνη και υποχρέωση του λαϊκού κράτους και όχι ατομική ευθύνη όπως είναι σήμερα. Η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και ο κεντρικός σχεδιασμός, συστατικά στοιχεία της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής ανάπτυξης, είναι οι μόνες ικανές προϋποθέσεις για ορθολογική ανάπτυξη του συστήματος υγείας και μάλιστα χωρίς σπατάλες. Γιατί με βάση τις κοινωνικές ανάγκες σχεδιάζεται ποιες, πού και πώς θα αναπτυχθούν οι κρατικές μονάδες υγείας, ο αριθμός, οι κλάδοι και οι ειδικότητες που θα χρειαστούν.
Είμαστε οι πρώτοι και οι πιο συνεπείς που ενδιαφερόμαστε για να μη γίνονται σπατάλες, που σημαίνει ότι πρέπει να γίνεται πλήρης αξιοποίηση της τεχνολογίας και του ανθρώπινου δυναμικού. Ο καπιταλισμός δεν μπόρεσε ποτέ ούτε μπορεί να ικανοποιήσει τις λαϊκές ανάγκες, γιατί έχει το στοιχείο της άναρχης παραγωγής, αφού κριτήριο για το τι και πού θα αναπτύξει έχει το κέρδος. Π.χ. τι είναι ορθολογικό και μη σπάταλο; Η ανάπτυξη Κέντρων Υγείας στις πόλεις και στους δήμους σε όλη τη χώρα, με πλήρεις υπηρεσίες, στελέχωση και εξοπλισμό, κοντά στο τόπο κατοικίας, σπουδών, εργασίας και άθλησης, με ένταξη των σημερινών αυτοαπασχολούμενων υγειονομικών ή η σημερινή εμπορευματοποιημένη πανσπερμία πρωτοβάθμιων «σημείων» υπηρεσιών υγείας όπως τα ονομάζει η κυβέρνηση; Τι είναι ορθολογικό και μη σπάταλο; Η κρατική και συνεταιριστική παραγωγή βαμβακιού και η επεξεργασία του στην τοπική κρατική βιομηχανία, που σημαίνει δουλειά σε αγρότες και εργάτες, ώστε να εφοδιάζεται όλο το σύστημα υγείας ή αυτό που εφαρμόζει ο καπιταλισμός, η ΕΕ, που σημαίνει ξεκλήρισμα των αγροτών, ανεργία των εργατών, υψηλές τιμές και εισαγωγές στο βαμβάκι; Η προβολή, η εκλαΐκευση του σοσιαλισμού, πριν απ’ όλα στην εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώματα, τα επιχειρήματα τι έχει να κερδίσει από αυτόν, αποτελεί πηγή έμπνευσης και ισχυροποίησης του αγώνα της, ανοίγει την προοπτική. Να αναδείξουμε τη ρεαλιστικότητα της πρότασής μας με κριτήριο την αναγκαιότητα, τις ώριμες υλικές προϋποθέσεις που έχουν δημιουργηθεί. Οι εργαζόμενοι γνωρίζουν ότι παράγουν πλούτο, προϊόντα και υπηρεσίες που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν. Οι νέες και οι νέοι βλέπουν ότι ενώ έχουν εξειδικευτεί, δεν αξιοποιείται η γνώση τους, αν και υπάρχουν κοινωνικές ανάγκες.
Οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία φαρμάκων γνωρίζουν ότι η παραγωγή τους φτάνει στους ασθενείς, περνώντας από τα σαράντα κύματα της κερδοφορίας βιομηχάνων, εμπόρων κλπ. Τα λαϊκά στρώματα ακούνε ότι υπάρχει πληθωρισμός γιατρών, αλλά τα ραντεβού για εξέταση κλείνονται από μήνα και πάνω. Να δείξουμε ότι η λύση περνάει μέσα από την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, των μονοπωλίων, του κέρδους και της ανταγωνιστικότητας. Να δείξουμε ότι σύστημα υγείας καθολικό, σύγχρονο και δωρεάν απαιτεί πάλη για τη Λαϊκή Εξουσία και Οικονομία.
Η ΥΓΕΙΑ ΩΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ
Η υγεία του ανθρώπου αποτελεί μία από τις θεμελιακές προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή και την εξέλιξη της κοινωνίας. Ως τέτοια προϋπόθεση, συνδέεται και εξαρτάται από την οικονομική βάση της συγκεκριμένης, ταξικά διαρθρωμένης κοινωνίας, δηλαδή από τις σχέσεις παραγωγής και ιδιαίτερα τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Επομένως, η υγεία έχει κοινωνικό χαρακτήρα, αλλά η πολιτική παροχής υπηρεσιών υγείας έχει ταξικό περιεχόμενο. Στον πιο αναπτυγμένο εκμεταλλευτικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, τον καπιταλισμό, ο κοινωνικός χαρακτήρας της φροντίδας για την υγεία έρχεται σε σύγκρουση με το θεμελιώδη νόμο λειτουργίας του, την εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης, δηλαδή του συνόλου των βιολογικών και πνευματικών ικανοτήτων του ανθρώπου που ξοδεύονται στην παραγωγική διαδικασία. Η αντίφαση αυτή μπορεί να λυθεί μόνο με την άρση της αντίθεσης μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, με την κοινωνικοποίησή τους. Στο καπιταλιστικό σύστημα η υγεία αντιμετωπίζεται από τη σκοπιά της διαμόρφωσης και ανάπτυξης των συνθηκών αναπαραγωγής των ταξικών σχέσεων εκμετάλλευσης, επομένως και ως παράγοντας που συμβάλλει στην κερδοφορία του κεφαλαίου. Αλλωστε οι σχέσεις παραγωγής αποτελούν τον κύριο βλαπτικό παράγοντα της υγείας της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Βεβαίως μπορεί να τεθεί το ερώτημα: Οι καπιταλιστές δε θέλουν γερή εργατική δύναμη; Θέλουν. Αλλά το κυνήγι του κέρδους τους ωθεί, να ελαχιστοποιούν τους όρους για πλήρη αναπαραγωγή της - άρα και την υγεία για την εργατική τάξη. Είναι μια από τις αντιφάσεις του συστήματος.
Ας παρακολουθήσουμε πώς το περιγράφει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο»: «Το κεφάλαιο όμως, που έχει τόσο «σοβαρούς λόγους» ν’ αρνιέται τα βάσανα της εργατικής γενεάς που το περιβάλλει σήμερα, καθορίζεται τόσο λίγο στην πραχτική κίνησή του από την προοπτική του μελλοντικού σαπίσματος της ανθρωπότητας, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση από το ασυγκράτητο ξεκλήρισμα του πληθυσμού, όσο και από την ενδεχόμενη πτώση της γης πάνω στον ήλιο… Γι’ αυτό το λόγο το κεφάλαιο είναι ανελέητο απέναντι στην υγεία και στη διάρκεια ζωής του εργάτη, παντού όπου δεν το υποχρεώνει η κοινωνία να τις υπολογίζει». Και σε υποσημείωση αναφέρει: «Μ’ όλο που η υγεία του πληθυσμού είναι ένα σπουδαίο στοιχείο του εθνικού κεφαλαίου φοβούμαστε ότι θα υποχρεωθούμε να ομολογήσουμε πως οι κεφαλαιοκράτες δεν είναι καθόλου διατεθειμένοι να διατηρήσουν αυτόν το θησαυρό και να εκτιμήσουν την αξία του… Τους εργοστασιάρχες τους εξανάγκασαν να παίρνουν υπόψη την υγεία των εργατών». Αρα, το ζήτημα της υγείας για την εργατική τάξη υπόκειται στους νόμους της ταξικής πάλης. Οι νομοτέλειες του καπιταλισμού αποτρέπουν την ολόπλευρη ισορροπία του ανθρώπου, την προαγωγή και πλέρια προστασία της υγείας του. Βεβαίως η πολιτική διαχείριση του συστήματος ενδιαφέρεται για την αναπαραγωγή του, επομένως και για ορισμένου επιπέδου αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται κάποιο οργανωμένο σύστημα υγείας. Ο καπιταλισμός ενδιαφέρεται μόνο για ένα ελάχιστο επίπεδο αναπαραγωγής της ικανότητας για εργασία, επομένως εξασφαλίζει μόνο ένα τέτοιο επίπεδο προϋποθέσεων φροντίδας για την υγεία της εργατικής δύναμης. Αυτές δε οι προϋποθέσεις δεν εξασφαλίζονται όλες για ολόκληρη την εργατική τάξη, αφού σύμφυτο με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι ο ανταγωνισμός, οι κρίσεις, η ανεργία κλπ. Ετσι έχουμε την αντίθεση: Τη μέγιστη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης από τη μια και την ελάχιστη εξασφάλιση όλων αυτών που χρειάζεται για την αναπαραγωγή της, τη διατήρησή της και την αποκατάστασή της. Αυτή η ελάχιστη παροχή στον καπιταλισμό δεν ταυτίζεται ποτέ με τις ανάγκες, αλλά και τις δυνατότητες που δημιουργεί η τεχνολογία και η επιστήμη, δηλαδή το αποτέλεσμα της συλλογικής δουλιάς των εργαζομένων. Τα αποτελέσματα της κοινωνικής εργασίας, των επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων δε χρησιμοποιούνται για τη μαζική κάλυψη των λαϊκών αναγκών. Χρησιμοποιούνται κυρίως για τις ανάγκες της πλουτοκρατίας. Ακόμη και όταν καταφέρουν να τα χρησιμοποιήσουν σχετικά καλύτερα αμειβόμενες κατηγορίες εργαζομένων, προϋποθέτουν σκληρές θυσίες όλης της λαϊκής οικογένειας.
Ο καπιταλιστής, ο ίδιος ή μέσα από το κράτος και τα αστικά κόμματα, προβάλλει το επιχείρημα του «κόστους της εργασίας», του «κόστους της εργατικής δύναμης», κατ’ επέκταση και το κόστος των υπηρεσιών υγείας-πρόνοιας. Οπως είναι γνωστό, η μισθοδοσία για την εργατική δύναμη στο καπιταλιστικό σύστημα εμφανίζεται ως κόστος, το οποίο πρέπει να κρατιέται χαμηλά, σε κλαδικό και εθνικό επίπεδο, για να ενισχύεται η καπιταλιστική ανταγωνιστικότητα. Η εργατική δύναμη όμως είναι αυτή που παράγει τον κοινωνικό πλούτο, που μπορεί να καλύψει όλες τις ανάγκες και σε υπηρεσίες υγείας - πρόνοιας και μάλιστα τέτοιες που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες, κάθε φορά, συνθήκες. Η θεωρία του «κόστους» συνδέεται με την αντίληψη για ατομική ευθύνη του εργαζόμενου στην κάλυψη των αναγκών φροντίδας υγείας. Αυτή η αστική ιδεολογική και πολιτική προσέγγιση αφορά και την ασφάλιση, τη στέγη, την παιδεία και άλλες ανάγκες εμπορευματοποιημένες. Γι’ αυτό άλλωστε το αστικό κράτος ευνοεί την επιχειρηματική δράση στον τομέα της υγείας-πρόνοιας, την ιδιωτικοποίηση μεγάλου μέρους του δημόσιου τομέα, τη διασύνδεση δημοσίου-ιδιωτικού προς όφελος της κερδοφορίας. Ποτέ και σε καμία καπιταλιστική χώρα το σύστημα υγείας-πρόνοιας δεν ήταν κοινωνικό - λαϊκό, αφού υπηρετούσε την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης για τις ανάγκες του κεφαλαίου. Δεν ήταν αποκλειστικά κρατικό με δωρεάν παροχές σε όλον τον πληθυσμό που να καλύπτει πλήρως τις ανάγκες του. Ακόμα και στις χώρες που εφάρμοσαν δημόσιο σύστημα υγείας (Μ. Βρετανία) ή μεικτό, δηλαδή δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία (Γερμανία, Γαλλία, Πορτογαλία, Ελλάδα), αφενός μεν λειτουργούσε παράλληλα και ιδιωτικός τομέας, αφετέρου δεν ήταν δωρεάν ο δημόσιος. Στο λεγόμενο δημόσιο σύστημα οι εργαζόμενοι πλήρωναν, μέσω αυξημένων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, το μεγαλύτερο μέρος για τη λειτουργία των συστημάτων υγείας. Δεν ήταν καθολικό αφού η πρόσβαση στο σύστημα συνδεόταν με τον τύπο των εργασιακών σχέσεων και της εργασίας και όχι με το καθολικό κοινωνικό δικαίωμα.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ιστορικά στην Ελλάδα το σύστημα υγείας εξελίχτηκε ως εξής: Τα πρώτα αιτήματα που πρόβαλε επιτακτικά και δυναμικά η εργατική τάξη, από τα νεανικά της χρόνια, ήταν για καλύτερες συνθήκες δουλιάς, για παιδεία, ασφάλιση, σύνταξη και για παροχή υπηρεσιών υγείας. Το αστικό κράτος κάτω από την πάλη των εργαζομένων και θέλοντας να εξασφαλίσει σταθερό εργατικό δυναμικό, προς όφελος του κεφαλαίου, στα τέλη του 19ου αιώνα με αρχές του 20ού αιώνα, διεύρυνε το φάσμα των δραστηριοτήτων του και επωμίσθηκε το βάρος άσκησης ορισμένης κοινωνικής πολιτικής. Ετσι, το 1917 ιδρύθηκε στην Ελλάδα το Υπουργείο Περίθαλψης, που αργότερα χωρίστηκε σε Υγιεινής και Πρόνοιας, για να καταλήξει σήμερα -περνώντας από διάφορες μετονομασίες- σε Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Αρχικά η παροχή περίθαλψης γινόταν από φιλανθρωπικά ιδρύματα, που προέρχονταν από δωρητές- καπιταλιστές. Αργότερα και κυρίως με τη μεταπολεμική καπιταλιστική ανασυγκρότηση, ανέλαβε το αστικό κράτος την ευθύνη ίδρυσης νοσοκομείων και υπηρεσιών υγείας, μέσω των ασφαλιστικών ταμείων. Το κεφάλαιο δεν ενδιαφερόταν εκείνο το διάστημα για επενδύσεις στο χώρο αυτό, έβρισκε διέξοδο σε άλλους τομείς, όπως του φαρμάκου. Αυτό δε σήμαινε ότι το αστικό κράτος δε βοηθούσε και την ιδιωτική πρωτοβουλία να αναπτυχθεί σε επιχειρηματική βάση, κυρίως με την ίδρυση μικρών κλινικών. Ακόμα και στα πλαίσια της διακηρυγμένης καθολικής κοινωνικής ασφάλισης (σύνταξης-υγείας-πρόνοιας) ήταν έντονες οι ανισότητες ανάμεσα στους εργαζόμενους με τάση υποβάθμισης των δημόσιων παροχών υγείας, με αποκορύφωμα την έλλειψη πολιτικής πρόληψης. Το δημόσιο σύστημα υγείας στην Ελλάδα ποτέ δε λειτούργησε δωρεάν, παρά τις δημαγωγικές κορώνες. Οι ανασφάλιστοι άποροι, άνεργοι, μετανάστες είχαν μέχρι πρότινος κάποια στοιχειώδη ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη, που τη δαπάνη της, όπως και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των δημοσίων υπαλλήλων, είχε αναλάβει το κράτος, όμως ποτέ δεν εκπλήρωσε ολοκληρωμένα αυτή του την υποχρέωση. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που αυξάνονται σήμερα συνεχώς τα ελλείμματα των νοσοκομείων.
Συνολικά είχε δημιουργηθεί ένα σύστημα υγείας, το οποίο είχε ορισμένα προωθημένα χαρακτηριστικά, π.χ. συλλογική προστασία κατά κλάδο ή τομέα, κρατική χρηματοδότηση. Στα πλαίσια αυτού του συστήματος η υγεία κόστιζε στους εργαζόμενους λιγότερο απ’ ό,τι σήμερα. Αυτή η κατάσταση ήταν το αποτέλεσμα μιας συνολικής συγκυρίας που αποτύπωνε και την επίδραση του εργατικού κινήματος διεθνώς (ύπαρξη σοσιαλισμού). Σήμερα, στην Ελλάδα και διεθνώς, η καπιταλιστική διαχείριση έχει άλλες επιλογές προσαρμοσμένες στις σύγχρονες στρατηγικές επιδιώξεις του κεφαλαίου. Στις μέρες μας βαθαίνει η υποβάθμιση, η εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας-πρόνοιας. Οι εργαζόμενοι, τα λαϊκά στρώματα πληρώνουν όλο και περισσότερα χρήματα απ’ ευθείας από το εισόδημά τους ή μέσω των ασφαλιστικών ταμείων τους για όλο και λιγότερες δημόσιες υπηρεσίες υγείας-πρόνοιας, για όλο και πιο υποβαθμισμένες. Επιδίωξη του κεφαλαίου είναι να καλύπτεται ένα μέρος αυτών των υπηρεσιών, των πιο βασικών, από τα ασφαλιστικά ταμεία που θα τις αγοράζουν από το δημόσιο σύστημα υγείας, το ιδιωτικό, τα δικά τους πολυ-ιατρεία, τους δήμους ή τις μεικτές επιχειρήσεις (π.χ. κοινωφελή ιδρύματα, ΜΚΟ ή συμπράξεις αυτών). Τις επιπλέον αναγκαίες υπηρεσίες υγείας-πρόνοιας οι λαϊκές οικογένειες, ανάλογα με την εισοδηματική τους κατάσταση, θα πρέπει να τις αγοράζουν είτε απ’ ευθείας είτε μέσω των επαγγελματικών ιδιωτικών ταμείων, που μεθοδεύεται η ίδρυσή τους, ή από την ιδιωτική ασφάλιση, που θα παρέχεται από τις μεγάλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Γενικεύεται δηλαδή η παραγωγή και διάθεση μέσων φροντίδας της υγείας-πρόνοιας ως εμπόρευμα σύμφωνα με τους νόμους του καπιταλιστικού κράτους.
Για τους άπορους και ανασφάλιστους θα υπάρχουν κάποιες υποτυπώδεις υπηρεσίες που θα αμβλύνουν και δε θα ικανοποιούν ουσιαστικά τις ανάγκες τους. Τέτοιες υπηρεσίες για λίγους και εξαθλιωμένους και πάλι μπορεί να παρέχει το δημόσιο επιχειρηματοποιημένο πλέον σύστημα υγείας, οι δήμοι, οι ΜΚΟ, στα πλαίσια ανάπτυξης της λεγόμενης «κοινωνικής οικονομίας» ή οι μονοπωλιακές επιχειρήσεις (όχι μόνο του χώρου της υγείας) στα πλαίσια της «κοινωνικής εταιρικής ευθύνης» τους. Οι εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, υπό την πίεση του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων, συμβιβάζονται ακόμη και στην προοπτική επιδείνωσης. Είναι ζήτημα ότι δεν έχει ωριμάσει η διάθεση για αντίσταση, για πάλη, για πολιτική απόρριψη της αντιλαϊκής πολιτικής. Η αντεπαναστατική καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ και άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κλόνισαν συνειδήσεις, έφεραν πιο μαζική πολιτική οπισθοδρόμηση, έστρωσαν το έδαφος για την ανάπτυξη της μοιρολατρίας και του συμβιβασμού, την επίδραση των ιδεολογημάτων της καπιταλιστικής πολιτικής. Συκοφαντήθηκε και λησμονήθηκε το γεγονός ότι η επαναστατική δράση της εργατικής τάξης στη Ρωσία, ο αγώνας της για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής πατρίδας της, ο λαϊκός αγώνας στην Ευρώπη στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, όλα αυτά που στοίχισαν θυσίες, ήταν που έφεραν κατακτήσεις σε όλη την Ευρώπη, και την καπιταλιστική. Διαστρεβλώθηκε η θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού - κομμουνισμού, έτσι ώστε να φαντάζουν ουτοπικές οι δυνατότητες ενός ανώτερου κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού, ικανού να καλύψει γενικευμένα τις σύγχρονες εργατικές και λαϊκές ανάγκες. Είναι λοιπόν πρωταρχικό ιδεολογικό και πολιτικό καθήκον να αναζωογονήσουμε τη γνώση για τη δυνατότητα, την ιστορική πείρα, χωρίς αυτό να σημαίνει στάση ωραιοποίησης ή απόκρυψης των αδυναμιών, των λαθών.
Η ΥΓΕΙΑ ΣΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
Στο σοσιαλισμό η οικονομική βάση της κοινωνίας έχει ως θεμέλιο την κοινωνική ιδιοκτησία στα βασικά και συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής. Παράλληλα στηρίζει τη συνεταιριστική ιδιοκτησία των μη αναπτυγμένων μέσων παραγωγής, ενώ εξακολουθεί να υπάρχει η μικρή ατομική ιδιοκτησία. Το κράτος διαμορφώνεται ως επαναστατική εξουσία της εργατικής τάξης, συμπυκνώνοντας και τα συμφέροντα των συμμάχων της, των λαϊκών στρωμάτων (συνεταιρισμένοι αγρότες, βιοτέχνες, αυτοαπασχολούμενοι). Το σοσιαλιστικό κράτος χρησιμοποιεί βασικά την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και μέσω του κεντρικού σχεδιασμού επιδιώκει να αναπτύσσεται η οικονομία, έτσι που να εξασφαλίζονται οι υλικές προϋποθέσεις για την ικανοποίηση όλων των λαϊκών αναγκών.
Μόνο η κοινωνική ιδιοκτησία στα βασικά και συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής μπορεί να εξασφαλίζει τη δυνατότητα της συνεχούς ανάπτυξης, με απαραίτητη βεβαίως προϋπόθεση την εφαρμογή του κεντρικού πανεθνικού σχεδιασμού. Σε αυτά τα πλαίσια ένα μέρος του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος, ως αποτέλεσμα της σοσιαλιστικά οργανωμένης εργασίας, είτε της συνεταιριστικής είτε άλλου τύπου παραγωγής, κατανέμεται για την ανάπτυξη της παιδείας, της υγείας, της προστασίας των παιδιών, των ηλικιωμένων, των ανίκανων προς εργασία, την εξασφάλιση ανάπαυσης και δημιουργικής αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου (π.χ. αθλητισμός, πολιτισμός κλπ.). Δημιουργούνται οι συνθήκες, με βάση το επίπεδο ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικονομίας, ώστε όλα τα μέλη της κοινωνίας να έχουν πλήρη συμμετοχή στην απολαβή αυτών των κοινωνικών υπηρεσιών. Η παροχή τους είναι υποχρέωση του σοσιαλιστικού κράτους.
Το σοσιαλιστικό κράτος, στο σοσιαλισμό που γνωρίσαμε στον 20ό αιώνα, εξασφάλιζε στους εργαζόμενους το δικαίωμα στη δουλιά και την ανάπαυση, στη μόρφωση, στην υγεία, στην προστασία σε περίπτωση πρόωρης απώλειας της ικανότητας για εργασία, στη μητρότητα, τα δικαιώματα στην παιδική και στην τρίτη ηλικία. Ετσι και για την υγεία τα κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής δίνουν τη δυνατότητα, με τον κεντρικό σχεδιασμό να δημιουργούνται οι υλικές προϋποθέσεις, ώστε η αναπτυσσόμενη σοσιαλιστική οικονομία να εξασφαλίζει -ανάλογα με το βαθμό ανάπτυξής της- τις συνθήκες για να παρέχεται ως κοινωνικό αγαθό σε όλα τα μέλη της κοινωνίας ισότιμα. Παρέχεται ως προϋπόθεση για την πλήρη άνθιση της σωματικής, πνευματικής, ψυχικής και κοινωνικής ισορροπίας του ανθρώπου, που εξαρτώνται από τις συνθήκες εργασίας και ζωής, τις συνολικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες που επηρεάζουν την ικανότητα του για εργασία και κοινωνική δράση. Στο βαθμό που αναπτύσσονται οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής αναπτύσσονται και οι όροι για την επίτευξη αυτού του σκοπού, για την ικανοποίηση των σύγχρονων, πραγματικών αναγκών των εργαζομένων και στους τομείς της κοινωνικής πολιτικής. Στον πρόλογο της γαλλικής έκδοσης του έργου των Μαρξ και Ενγκελς «Γερμανική ιδεολογία» αναφέρεται ότι: «Ο Μαρξ διατυπώνει τη γόνιμη ιδέα ότι κινητήρια δύναμη της ιστορίας δεν είναι η σκέψη αλλά η παραγωγή των ανθρώπινων αναγκών… Ετσι η εργασία και οι μορφές της οργάνωσής της αποτελούν «την πραγματική σκηνή της όλης ιστορίας». Αλλά οι ανάγκες του ανθρώπου δεν παύουν να αλλάζουν, να αναπτύσσονται, να διαφοροποιούνται και αυτές οι αλλαγές αποτελούν την πηγή των κοινωνικών μετασχηματισμών». Γι’ αυτό το εργατικό κίνημα στις καπιταλιστικές χώρες βάζει ως πρωταρχικό στόχο - κριτήριο στην πάλη του την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων. Οπως αναφέρουν ο Μαρξ και ο Ενγκελς στο ίδιο έργο τους «…η πρώτη ανάγκη που ικανοποιήθηκε, η πράξη ικανοποίησής της και το όργανο που αποκτήθηκε απ’ αυτή την ικανοποίηση, οδηγεί σε καινούργιες ανάγκες. Και αυτή η παραγωγή καινούργιων αναγκών είναι η πρώτη ιστορική πράξη». Το σοσιαλιστικό σύστημα θέτει στο επίκεντρο της προσοχής του τον άνθρωπο, έχοντας ως κίνητρο και βασικό οικονομικό νόμο ανάπτυξής του την ικανοποίηση των ολοένα αυξανόμενων αναγκών του. Από τον κοινωνικό χαρακτήρα των μέσων παραγωγής, του φυσικού πλούτου, της γης και την κεντρικά σχεδιασμένη κατανομή τους στην παραγωγική διαδικασία, εκπορεύεται η δυνατότητα να εξασφαλίζουν πλήρη ικανότητα για εργασία και κοινωνική δράση στο σοσιαλισμό, ως κοινωνική υποχρέωση να κατοχυρωθεί ως κοινωνικό αγαθό και λαϊκό δικαίωμα.
ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΛΙΝΟΡΘΩΣΗΣ
Τα ερωτήματα που εύλογα μπορούν να τεθούν είναι τα εξής. Πώς αντιμετώπιζε η εργατική εξουσία τη φροντίδα για την υγεία, κυρίως ποια πολιτική εφάρμοζε, ώστε να γίνεται πράξη το καθολικό δικαίωμα στην εξασφάλισή της και μάλιστα ως προαγωγή υγείας και όχι μόνο ως αντιμετώπιση απώλειας; Υπήρξαν τα ανάλογα αποτελέσματα που θα μπορούσαν να υπάρχουν σύμφωνα με τις δυνατότητες που αντικειμενικά αναπτύσσονται στο σοσιαλισμό; Για να δώσει κάποιος ολοκληρωμένες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα χρειάζεται μελέτη σε βάθος όχι μόνο της προσπάθειας των σοσιαλιστικών κρατών για την ανάπτυξη του τομέα υγείας, αλλά συνολικά της οικονομίας τους. Και δεν είναι δυνατό να γίνει στα πλαίσια αυτού του άρθρου. Υπάρχουν στοιχεία δοσμένα από πηγές των ίδιων των σοσιαλιστικών κρατών, στα οποία θα αναφερθούμε και μάλιστα συγκρίνοντάς τα με αυτά ορισμένων καπιταλιστικών κρατών.
Οσο βεβαίως και αν τα στατιστικά στοιχεία δεν είναι ικανά να αποτυπώσουν ολόκληρο το μέγεθος της προσπάθειας των σοσιαλιστικών κρατών να αναπτύξουν τον τομέα υγείας, εντούτοις είναι ενδεικτικά. Βεβαίως στη σύγκριση πρέπει να παρθεί υπόψη και η αφετηρία για κάθε κράτος. Δηλαδή από ποιο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και εργατικών κατακτήσεων ξεκινούσε καθένα από αυτά στη χρονική περίοδο την οποία εξετάζουμε. Ας το παρακολουθήσουμε με στοιχεία της ΕΣΣΔ, όπως είναι καταγεγραμμένα σε έκδοση της. Στην προεπαναστατική Ρωσία, σε ολόκληρη τη χώρα υπήρχαν μόνον 20 χιλιάδες γιατροί. Στη Σοβιετική Ενωση, το 1987 υπήρχαν πάνω από 1,1 εκατομμύριο (ή το ένα τέταρτο όλων των γιατρών του κόσμου). Η μέση διάρκεια ζωής στην τσαρική Ρωσία ήταν 32 χρόνια. Μετά την επανάσταση, στα μέσα της δεκαετίας του 1920, ανέβηκε μέχρι τα 44 χρόνια και το 1987 έφτασε τα 69 χρόνια, δηλαδή στο επίπεδο των άλλων αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Το 2004 όμως ο μέσος όρος ζωής ξανάπεσε φτάνοντας στα 63 χρόνια. Ασφαλώς και στις καπιταλιστικές χώρες μεγάλωσε η διάρκεια ζωής τις δεκαετίες που πέρασαν, ήταν όμως διαφορετικός ο «δρόμος» που διανύθηκε από αυτές: Οι θάνατοι στην τσαρική Ρωσία ήταν διπλάσιοι από το τότε επίπεδο της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Και αν από τότε (σημείο υπολογισμού το 1913, που προηγήθηκε της έναρξης του Α΄ παγκόσμιου πολέμου) το επίπεδο των θανάτων στις ΗΠΑ μειώθηκε κατά 1,5 φορές και στην Αγγλία 1,2 φορές, στην ΕΣΣΔ μειώθηκε 3 φορές. Αναφορικά με τους θανάτους των παιδιών, μειώθηκαν στην ΕΣΣΔ 10 φορές. Και το θέτουμε έτσι το ζήτημα, γιατί επίσης σε αυτές τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων την περίοδο των αρχών του 20ού αιώνα, της επιστήμης, της έρευνας, ήταν πολλαπλάσια ανώτερο από αυτό της προεπαναστατικής Ρωσίας. Το ίδιο και η εφαρμογή των επιτευγμάτων τους. Μετά τις ανατροπές των σοσιαλιστικών καθεστώτων οι θάνατοι στη Ρωσία αυξάνονται με ταχύτητα ενός (1) εκατομμυρίου ανθρώπων το χρόνο. Η θνησιμότητα υπερβαίνει τη γεννητικότητα κατά 1,7 φορές. Υπολογίζεται ότι κάθε λεπτό στη Ρωσία γίνονται 3 γεννήσεις και υπάρχουν 4 θάνατοι. Ιδιαίτερα υψηλή είναι η θνησιμότητα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού από μη φυσικές αιτίες (ατυχήματα, δηλητηριάσεις, τραυματισμοί, αυτοκτονίες) και είναι ανάλογες με αυτή που ήταν στη Ρωσία πριν 100 χρόνια και κατά 2,5 φορές ξεπερνάει τους ανάλογους δείκτες των καπιταλιστικά αναπτυγμένων χωρών. Ο δείκτης μητρικής θνησιμότητας στη Ρωσία είναι αυτά τα χρόνια κατά 5 με 10 φορές (!) πάνω σε σχέση με τις καπιταλιστικές χώρες. Στην ΕΣΣΔ οι κατακτήσεις αυτές ήταν το αποτέλεσμα της δημιουργίας ενός πολύπλευρου κρατικού συστήματος προαγωγής και προστασίας της υγείας, που παρείχε σε όλο τον πληθυσμό δωρεάν πρόληψη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Αυτό συνέβαλε στην αύξηση της διάρκειας ζωής των εργαζομένων και στον περιορισμό της νοσηρότητας και της θνησιμότητας του πληθυσμού, δείκτες που χαρακτηρίζουν το επίπεδο υγείας ενός λαού και σχετίζονται άμεσα με το είδος του συστήματος υγείας που υπάρχει σε κάθε χώρα.
Αλλά δεν αρκεί μόνον αυτό προκειμένου να προσεγγίσουμε την ποιοτική διαφορά των δύο συστημάτων υγείας στους διαφορετικούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς. Πρωταρχικό μέλημα στο σοσιαλισμό για την εξασφάλιση και προαγωγή της υγείας ήταν η εξάλειψη -έστω σταδιακή- όλων των παραγόντων που επιδρούσαν αρνητικά και που κληρονομήθηκαν από το καπιταλιστικό σύστημα (μέσα σ’ αυτό και άλλες επιβιώσεις του παρελθόντος). Το περιβάλλον εδώ έχει πρωταρχική σημασία, τόσο στην εργασία, όσο και στην κατοικία, γενικότερα στους όρους διαβίωσης των ανθρώπων. Η κατάργηση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης στους χώρους δουλιάς περιορίζει την πρόωρη καταπόνηση των δυνάμεων, της υγείας των εργαζομένων. Αλλά οι συνθήκες δουλιάς καλυτερεύουν βαθμιαία με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στη νέα κοινωνία. Στο βαθμό λοιπόν που αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις στο σοσιαλισμό (π.χ. η μείωση της εργάσιμης ημέρας, η κατάργηση της εντατικοποίησης της εργασίας, ο περιορισμός της βαριάς σωματικής εργασίας, η αύξηση του ελεύθερου χρόνου και η δημιουργική αξιοποίησή του κλπ.), δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις για την εξάλειψη των εξωγενών παραγόντων βλαπτικής επίδρασης στην υγεία, καθώς και η αντιμετώπιση της πρόληψης, αλλά και της θεραπείας. Τέτοιοι παράγοντες εξασφαλίζονται επομένως βαθμιαία. Ας παρακολουθήσουμε τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων στην ΕΣΣΔ. «Στη Σοβιετική Ενωση, από το 1956, εφαρμοζόταν καθεστώς 7ωρης και 6ωρης εργάσιμης ημέρας, πενθήμερη εργάσιμη εβδομάδα. Σε όλους τους εργαζόμενους εξασφαλίζονταν ημέρες εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ετήσιες άδειες με αποδοχές. Η εργάσιμη εβδομάδα στη Σοβιετική Ενωση ήταν μια από τις μικρότερες στον κόσμο. Αλλαξε και το περιεχόμενο του ελεύθερου χρόνου. Για την αξιοποίησή του η λαϊκή εξουσία είχε δημιουργήσει και τις ανάλογες προϋποθέσεις, όπως αναπαυτήρια, δίκτυο πολιτιστικών, ενημερωτικών και υγειονομικών ιδρυμάτων. Η κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων ήταν φροντίδα πρώτης προτεραιότητας του σοσιαλιστικού κράτους. Δημιουργήθηκε το καθολικό σύστημα συνταξιοδότησης. Σημαντική ιδιομορφία του συστήματος ήταν το χαμηλό όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση (55 χρόνια για τις γυναίκες, 60 για τους άνδρες). Για να βγει στη σύνταξη ο άντρας έπρεπε να είχε δουλέψει 25 χρόνια και η γυναίκα 20 χρόνια.
Η χρηματοδότηση των ταμείων εξασφαλιζόταν από τον κρατικό προϋπολογισμό και τις ασφαλιστικές εισφορές των επιχειρήσεων και ιδρυμάτων. (σ.σ. στον καπιταλισμό οι εργαζόμενοι είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν από το μισθό τους ένα σημαντικό μέρος των ασφαλιστικών εισφορών για σύνταξη)... Εκτός από τις συντάξεις και τα επιδόματα η κοινωνική ασφάλιση προέβλεπε την επαγγελματική-τεχνική εκπαίδευση και μετεκπαίδευση των αναπήρων, την τακτοποίησή τους σε εργασία, τον εφοδιασμό των αναπήρων με τεχνητά μέλη και ειδικά μεταφορικά μέσα, τη συντήρηση των ηλικιωμένων και αναπήρων σε ειδικά οικοτροφεία. Μετά την καπιταλιστικοποίηση στη Ρωσία αυξήθηκαν τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης σε άντρες και γυναίκες κατά 5 χρόνια. Καταργήθηκε το προηγούμενο σύστημα συνταξιοδότησης και πρόσφατα άρχισε η παραχώρησή του στις ιδιωτικές εταιρίες. Οι συντάξεις πείνας που δίνονται, στη συντριπτική πλειοψηφία τους δεν υπερβαίνουν το όριο διαβίωσης, όπως τα προσδιορίζει το ίδιο το κράτος. «Ο εργαζόμενος άνθρωπος στις σοσιαλιστικές χώρες δε δοκίμαζε τις γνωστές αγωνίες και τα προβλήματα που γνώρισαν και γνωρίζουν οι εργαζόμενοι των καπιταλιστικών χωρών, όπως η ανεργία, η ακρίβεια, η ανασφάλεια, η εργοδοτική καταπίεση, υποτίμηση και περιφρόνηση, η κοινωνική εγκληματικότητα». Ακόμη, σύμφωνα με τις «Αρχές της νομοθεσίας της ΕΣΣΔ και των Ενωσιακών Δημοκρατιών για την εργασία», για τους εργατοϋπαλλήλους ηλικίας 16-18 χρόνων είχε καθιερωθεί μειωμένη εργάσιμη εβδομάδα 36 ωρών, για τους εργατοϋπαλλήλους 15-16 χρόνων εργάσιμη εβδομάδα 24 ωρών και για όσους δούλευαν σε ανθυγιεινές εργασίες εργάσιμη εβδομάδα μέχρι 36 ώρες. Μειωμένη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου είχε καθιερωθεί επίσης για τους δασκάλους, τους γιατρούς και μερικές άλλες ειδικότητες.
Για τη νυχτερινή εργασία (από τις 10 το βράδυ ως τις 6 το πρωί) η διάρκεια της δουλιάς ήταν μειωμένη κατά μια ώρα. Επίσης οι έγκυες απαλλάσσονταν από τις υπερωρίες και τη νυκτερινή εργασία και όταν συνέτρεχε λόγος τις μετέθεταν σε πιο ελαφριές δουλιές. Στα περίπου 50 επιστημονικά ερευνητικά ινστιτούτα υγιεινής και προστασίας της εργασίας, της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας, της μαιευτικής και της γυναικολογίας έκαναν έρευνες που αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση ευνοϊκών συνθηκών εργασίας στις γυναίκες και στην προφύλαξη της υγείας τους. Βεβαίως στην ΕΣΣΔ δεν είχαν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά όλοι οι εξωγενείς παράγοντες που επιδρούν στην υγεία. Για παράδειγμα το πρόβλημα της λαϊκής κατοικίας ήταν υπαρκτό και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις οξυμένο. Είναι ένα ερώτημα προς διερεύνηση επίσης, αν όλες οι παραπάνω κατακτήσεις, που σχετίζονταν άμεσα με τη δημόσια υγεία, αρκούσαν για την εξασφάλισή της. Επίσης, δεν ήταν απαλλαγμένες οι επιχειρήσεις εντελώς από τις συνθήκες εκείνες που μπορούσαν να δημιουργήσουν επαγγελματικές ασθένειες ή εργατικά ατυχήματα. Αυτό το τελευταίο συνάγεται από το γεγονός ότι υπήρχαν εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες, ακόμη και στη δεκαετία του ’80. Να πώς φαίνεται. «Η προστασία της δουλιάς όπως και η προστασία του περιβάλλοντος, συγκαταλέγονταν στα προβλήματα, όπου τα οικονομικά ζητήματα περιπλέκονται στενά με τα ζητήματα της κοινωνικής πολιτικής. Μόνο το πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘80, μειώθηκαν κατά 20% τα εργατικά ατυχήματα και οι επαγγελματικές ασθένειες. Αν οι συνδικαλιστικές επιτροπές των επιχειρήσεων είχαν δικαίωμα να προβάλουν «βέτο» στις αποφάσεις της διεύθυνσης για απολύσεις, η επιθεώρηση κάθε κλαδικού συνδικάτου δικαιούνταν να αναστείλει τη λειτουργία τμήματος ή ακόμα και εργοστασίου, όπου δεν τηρούνταν οι κανονισμοί της ασφάλειας και προστασίας της δουλιάς». Στην καπιταλιστική Ρωσία ο αριθμός των εργαζομένων που δουλεύουν σε συνθήκες που δεν ανταποκρίνονται στους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας έφτασε το 2002 στο 19,2% του συνόλου των εργαζομένων. Αμεσο αποτέλεσμα είναι η αύξηση των εργατικών ατυχημάτων κατά 16,5%. Τα συνδικάτα καταγγέλλουν πως αυτό το ποσοστό είναι πολύ μεγαλύτερο, αλλά εξαιτίας της εργοδοτικής τρομοκρατίας και του φόβου της ανεργίας πολλοί εργαζόμενοι δε δηλώνουν τους τραυματισμούς ως «εργατικά ατυχήματα». Κάθε χρόνο στη Ρωσία πεθαίνουν στην εργασία τους 6.000 εργαζόμενοι, ενώ σημειώνονται 5 εκατομμύρια ατυχήματα. Στη συνέχεια θα αναφέρουμε περιληπτικά την οργάνωση και ορισμένες βασικές παροχές των υγειονομικών και προνοιακών συστημάτων σε δύο χώρες που οικοδόμησαν το σοσιαλισμό, για να κατανοηθεί καλύτερα η λειτουργία τους μέσα από τα συγκεκριμένα παραδείγματα.
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΓΕΙΑΣ - ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ Η ΥΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΡΩΣΙΑ
Το κρατικό σοβιετικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης (που δημιουργήθηκε μετά το 1917) καθιέρωνε τη δωρεάν ιατρική περίθαλψη σε όλον τον πληθυσμό. Η προεπαναστατική Ρωσία κατείχε την πρώτη θέση στην εξάπλωση μεταδοτικών ασθενειών. Η πανούκλα, η χολέρα, η ευλογιά και άλλες επιδημίες αποδεκάτιζαν τον πληθυσμό και προκαλούσαν τεράστιες καταστροφές στην οικονομία. Το 1912 περίπου 13 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν προσβληθεί από επιδημικές ασθένειες. Μέχρι το 1924 περιορίστηκαν οι επιδημίες και άρχισαν να λύνονται αποτελεσματικά μια σειρά από δύσκολα προβλήματα όπως: Σχετικά με ιατρικά στελέχη, ανάπτυξη δικτύου θεραπευτικών-προληπτικών ιδρυμάτων, ο εξοπλισμός τους με τεχνικά μέσα, εξάλειψη διαφορών στην ιατρική περίθαλψη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 περνούσαν κάθε χρόνο 160 εκατομμύρια άνθρωποι από προληπτικό έλεγχο και πάνω από 35 εκατομμύρια βρίσκονταν σε διαρκή ιατρική παρακολούθηση (παιδιά, εργάτες, χρόνια πάσχοντες). Λειτουργούσαν πάνω από 28 χιλιάδες γυναικεία ιατρεία και παιδικές πολυκλινικές, ενώ στην προεπαναστατική Ρωσία υπήρχαν μόνο εννέα (9) τέτοια ιατρεία. Για πρώτη φορά στον κόσμο καθιερώθηκε η γενική ιατρική παρακολούθηση των παιδιών από παιδίατρους και μόνιμες νοσηλεύτριες.
Υπήρχε ενιαίο όργανο διεύθυνσης, το Υπουργείο Υγιεινής. Αυτό κατηύθυνε, συντόνιζε, έλεγχε τη δουλιά των ιδρυμάτων πρόληψης και θεραπείας, εφάρμοζε ενιαίους δοκιμασμένους τρόπους προφύλαξης, διάγνωσης και θεραπείας. Με ευθύνη του κράτους λειτουργούσαν στα ιατρικά ινστιτούτα ειδικά μαθήματα για την «τελειοποίηση» της εκπαίδευσης των γιατρών. Μια φορά στα πέντε χρόνια όλοι οι γιατροί περνούσαν από αυτά. Οι γιατροί δούλευαν με βάση τη μειωμένη εργάσιμη εβδομάδα, σε σύγκριση με το μέσο όρο που ίσχυε γενικά. Είχαν επίσης -σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία- μεγαλύτερη από το μέσο όρο ετήσια πληρωμένη άδεια. Η παραμονή κάποιου ασθενή στο νοσοκομείο, η θεραπεία του και η αποκατάσταση της υγείας του ήταν δωρεάν. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του όχι μόνο δεν κινδύνευε να απολυθεί από την εργασία του, αλλά έπαιρνε και επίδομα για την προσωρινή απώλεια της ικανότητάς του για εργασία. Στην ΕΣΣΔ συνηθισμένος τρόπος αποκατάστασης των σωματικών και πνευματικών δυνάμεων των εργαζομένων ήταν οι διακοπές σε θέρετρα -αναρρωτήρια. Το 30% του κόστους το πλήρωναν οι εργαζόμενοι. Το υπόλοιπο επιδοτούνταν από τον προϋπολογισμό των κοινωνικών ασφαλίσεων. Ο προϋπολογισμός αυτός χρηματοδοτούνταν από το κράτος και όχι από τις αποδοχές των εργαζομένων. Υπήρχαν 300 λουτροπόλεις, πάνω από 500 πηγές μεταλλικού νερού, 700 τοποθεσίες με ιαματικές λάσπες και 450 περιοχές ευνοϊκές για ανάπαυση και θεραπεία. Στα 16.000 αναρρωτήρια διαφόρων τύπων αναπαύονταν και θεραπεύονταν κάθε χρόνο 63 εκατομμύρια εργαζόμενοι. Με την καπιταλιστική παλινόρθωση χάθηκε το βασικό χαρακτηριστικό του σοσιαλιστικού συστήματος υγείας: Η ισότιμη δωρεάν πρόσβαση όλων των ανθρώπων στην υγειονομική περίθαλψη ανεξάρτητα από τα εισοδήματά τους και την κοινωνική τους θέση. Εχει σε μεγάλο βαθμό μειωθεί η οικοδόμηση νέων δημόσιων νοσοκομείων. Εχει συρρικνωθεί το πλατύ δίκτυο από ιατρικά και θεραπευτικά κέντρα που υπήρχε ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές. Το 1989 στη Ρωσία αναλογούσαν 1.387 νοσοκομειακές κλίνες ανά 10.000 κατοίκους, το 1994 ο αριθμός αυτός των κλινών μειώθηκε σε 127,4 και το 2000 έφτασε στις 115,9 κλίνες ανά 10.000 κατοίκους. Ταυτόχρονα με τη μείωση των κλινών των δημόσιων νοσοκομείων λειτουργούν σύγχρονες ιδιωτικές κλινικές που για τη νοσηλεία σε αυτές δε φτάνει το ετήσιο εισόδημα του εργάτη και του υπάλληλου. Σε πολλά δημόσια νοσοκομεία οι ασθενείς για να εισαχθούν θα πρέπει να φέρουν μαζί τους τα σεντόνια, τα φάρμακα και ό,τι άλλο χρειάζεται για τη νοσηλεία τους. Μόνο για το 2004 υπολογίζεται ότι οι Ρώσοι εργαζόμενοι πλήρωσαν από την τσέπη τους 90 δισ. ρούβλια (όσο περίπου ο μισός κρατικός προϋπολογισμός για την υγεία) για υπηρεσίες που τους παρείχαν τα δημόσια νοσοκομεία. Η παραγωγή πολλών φαρμάκων σταμάτησε. Χαρακτηριστικά η παραγωγή αντιβιοτικών έχει μειωθεί κατά 4,5 φορές, ενώ η παραγωγή βιταμινών έπεσε κατά 8 φορές. Το συνέδριο των Ρώσων παιδιάτρων και γυναικολόγων που έγινε στη Μόσχα το 2004 κατήγγειλε με αποφασιστικό τρόπο τα νέα κυβερνητικά σχέδια της ρωσικής κυβέρνησης για να κλείσει τις δωρεάν παιδιατρικές κλινικές και τα γυναικολογικά εξωτερικά ιατρεία που αποτελούσαν στο σοβιετικό υγειονομικό σύστημα την πρωτοβάθμια εξειδικευμένη βαθμίδα για παιδιά και γυναίκες.
Με βάση τα κυβερνητικά σχέδια η δωρεάν πρωτοβάθμια ιατρική φροντίδα θα παρέχεται μόνο από γιατρό - παθολόγο, ενώ δεν προβλέπεται πλέον η ύπαρξη της δωρεάν πρωτοβάθμιας παιδιατρικής και γυναικολογικής εξέτασης με το επιχείρημα ότι εισάγεται ο θεσμός του «οικογενειακού γιατρού». Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι με την εφαρμογή αυτών των σχεδίων (αν υλοποιηθούν) θα αυξηθούν οι θάνατοι μεταξύ των παιδιών και τα ποσοστά παιδικής αναπηρίας. Για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί -τα τελευταία χρόνια- στο σύστημα υγείας στη Ρωσία, με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο δίνει την εικόνα το παρακάτω απόσπασμα από συνέντευξη μιας νοσηλεύτριας επί 36 χρόνια σε μια μικρή πόλη της Κεντρικής Ρωσίας: «Ολα τριγύρω καταρρέουν! Ολα γίνονται επί πληρωμή! Οι εγχειρήσεις, οι σοβαρές εργαστηριακές εξετάσεις είναι πλέον επί πληρωμή. Οσοι δεν έχουν μεγάλο εισόδημα, δεν είναι σε θέση να αγοράσουν τα ακριβά φάρμακα που τους γράφουν οι γιατροί. Το μόνο που -προς το παρόν- είναι δωρεάν είναι σήμερα «οι πρώτες βοήθειες», όπως και η ιατρική εξέταση. Βέβαια ο γιατρός απαιτεί από τον κάθε επισκέπτη να έχει μαζί του την «ασφαλιστική κάρτα». Αυτή η κάρτα, πέρα από τη δωρεάν εξέταση, δεν παρέχει κάτι άλλο, ούτε εκπτώσεις στα φάρμακα ούτε εκπτώσεις στις εργαστηριακές εξετάσεις (εξαίρεση γίνεται μόνο στα άτομα με ειδικές ανάγκες που έχουν έκπτωση στα φάρμακα κατά 50%). Στην ΕΣΣΔ ανάλογο με το σύστημα υγείας ως προς τη λειτουργία του, την έκτασή του και το σκοπό που επιτελούσε ήταν και το σύστημα πρόνοιας, αναπόσπαστα δεμένο με το ευρύ φάσμα των κοινωνικών ασφαλίσεων.
Θα περιοριστούμε να αναφέρουμε ως παραδείγματα τη λειτουργία του προνοιακού συστήματος μόνο στην προσχολική ηλικία. Στη Σοβιετική Ενωση η ικανοποίηση των αναγκών της σωματικής, ψυχικής και πνευματικής ανάπτυξης των παιδιών, αποτελούσε αντικείμενο υψηλής φροντίδας. Το 1987 πάνω από 16 εκατομμύρια σοβιετικά παιδιά πήγαιναν σε 140 χιλιάδες δημόσιους παιδικούς σταθμούς, ενώ το 1914 σε ολόκληρη την τσαρική Ρωσία υπήρχαν μόνο 150 παιδικοί σταθμοί. Μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση το 1998 αυτά τα ιδρύματα και πάλι μειώθηκαν σε 56,6 χιλιάδες, στα οποία πηγαίνουν 44 εκατομμύρια παιδιά. Στην ΕΣΣΔ όταν το παιδί γινόταν ενός έτους, οι περισσότεροι γονείς προτιμούσαν τους παιδικούς σταθμούς. Αυτοί οι σταθμοί ήταν ο πρώτος κρίκος στο σοβιετικό σύστημα προσχολικής εκπαίδευσης για παιδιά μέχρι 3 ετών. Το προσωπικό τους αποτελούνταν από ανθρώπους ειδικά εκπαιδευμένους - υγειονομικούς, δασκάλους και εκπαιδευτικούς βοηθούς. Το καθημερινό πρόγραμμα και τα γεύματα ήταν επιστημονικά προγραμματισμένα. Είχαν καθιερωθεί πρότυπα υγιεινής για όλους τους χώρους (παιχνιδιού, κτίρια, έπιπλα) και το προσωπικό ήταν υποχρεωμένο να τα ακολουθεί. Σε αυτούς τους σταθμούς γίνονταν μια σειρά μαθημάτων καθημερινά, όπως μουσικής, γυμναστικής, διδασκαλία χρωμάτων, σχημάτων, διαστάσεων αντικειμένων, που εντάσσονταν στο ειδικό πρόγραμμα που υπήρχε για την πνευματική, ηθική και αισθητική εκπαίδευση των παιδιών έως 3 ετών. Τα παιδιά σε αυτούς τους σταθμούς βρίσκονταν κάτω από συνεχή ιατρική παρακολούθηση. Διαιρούνταν σε 3 ομάδες, σύμφωνα με την ηλικία τους. Κάθε ομάδα είχε το δικό της ειδικό πρόγραμμα που επεξεργάζονταν παιδίατροι και φυσιολόγοι. Οταν το παιδί συμπλήρωνε τα 3 του χρόνια μεταφερόταν από τον παιδικό σταθμό στο νηπιαγωγείο, όπου μεγάλωνε και εδώ σύμφωνα με ένα ειδικό σύστημα ανάλογα με την ηλικία, τις ανάγκες και τα ταλέντα του. Το 1977 υπήρχαν στην ΕΣΣΔ περισσότερα από 106.000 νηπιαγωγεία και παιδικοί σταθμοί, με ικανότητα υποδοχής 11.700.000 παιδιών. Επιπλέον υπήρχαν ειδικά νηπιαγωγεία για ανάπηρα ή καθυστερημένα παιδιά. Αυτά ήταν εξοπλισμένα με ειδικά εκπαιδευμένους δασκάλους, νοσηλευτές και γιατρούς. Ειδικές μέθοδοι χρησιμοποιούνταν για να ενισχύσουν τη διανοητική και φυσιολογική τους ανάπτυξη.
Υπήρχαν ακόμη νηπιαγωγεία για παιδιά με ολική ή μερική αναπηρία στην ακοή, στην όραση, στο συντονισμό των μυών, στην ομιλία και με νευρικές διαταραχές. Σε καθένα από αυτά τα νηπιαγωγεία το διδακτικό και ιατρικό προσωπικό προσπαθούσε να διορθώσει αυτές τις ανωμαλίες, να θεραπεύσει και να ανεβάσει το επίπεδο της γενικής διανοητικής ανάπτυξης στο ίδιο ή σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό των φυσιολογικών παιδιών. Ιδιαίτερη βαρύτητα δινόταν στο ζήτημα της όμοιας εκπαίδευσης στο σπίτι, που αποτελεί βασικό συστατικό της ολοκληρωμένης και κατάλληλης ανατροφής του παιδιού. Οι νέοι γονείς παρακολουθούσαν συγκεντρώσεις, συμμετείχαν ενεργά στη δουλιά των Κέντρων παιδικής πρόνοιας και τους προσφέρονταν ειδικευμένες και χρήσιμες παιδαγωγικές συμβουλές. Η αύξηση του αριθμού των παιδικών ιδρυμάτων, οι πολύπλευρες μορφές της δουλιάς τους αποδείκνυαν ότι η κοινωνική διαπαιδαγώγηση των παιδιών και των εφήβων αποκτούσε όλο και περισσότερη αναγνώριση. Ωστόσο, η διαπαιδαγωγητική επιρροή της οικογένειας στα παιδιά όχι μόνο δε μειωνόταν, αλλά αντίθετα αυξανόταν, καθώς εμπλουτιζόταν με πείρα στη διαδικασία της από κοινού διαπαιδαγωγητικής δραστηριότητας. Η οικογένεια επιδρούσε στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού με την άμεση επίδραση σε αυτή των ενήλικων μελών της οικογένειας, σε συνδυασμό με το σύστημα κοινωνικής διαπαιδαγώγησης. Ο χαρακτήρας αυτής της επιρροής εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την παιδαγωγική κατάρτιση των γονιών, τη γνώση των ψυχολογικών ιδιομορφιών της ανάπτυξης του παιδιού. Βέβαια, τα παραπάνω δεδομένα δε δίνουν μια ολοκληρωμένη αντίληψη και των ελλείψεων ή προβλημάτων στη διαχείριση του όλου συστήματος, ζήτημα που απαιτεί ανάλογη έρευνα, με πολύ περισσότερες πηγές.
Ομως η όλη εμπειρία, η ιστορική καταγραφή της, δείχνει ότι επρόκειτο για σύστημα ανώτερο από τα ανάλογα στον καπιταλισμό. Μόνο και μόνο γιατί ήταν πρωτίστως κοινωνική υπόθεση, ενώ στον καπιταλισμό είναι ατομική. Η εικόνα της σημερινής καπιταλιστικής Ρωσίας στον τομέα της προσχολικής αγωγής των παιδιών δίνει άλλη μια απόδειξη της ανωτερότητας της πρώτης απόπειρας οικοδόμησης του σοσιαλισμού και της ιδιαίτερης μέριμνας και προστασίας που επέδειξε το σοσιαλιστικό κράτος για τα παιδιά: Μεταξύ 1990 και 1995 τουλάχιστον 700.000 παιδιά ορφάνεψαν πρόωρα (τα περισσότερα από πατέρα). Οι αυτοκτονίες των νέων έχουν αυξηθεί τρομακτικά, όπως και τα εγκλήματα με ανήλικα θύματα και θύτες. Αυξήθηκε η παιδική εγκληματικότητα, ο εθισμός των νέων στα ναρκωτικά. Το 44% των μαθητών και το 25% των μαθητριών της Μόσχας έχουν κάνει έστω και μία φορά χρήση ναρκωτικών ουσιών. Το 16% των νεογέννητων είναι ανάπηρα. Οι γονείς πολλών από αυτά είναι αλκοολικοί, ναρκομανείς, χωρίς μόνιμη απασχόληση ή σταθερό μισθό. Τα κρούσματα ενεργητικής φυματίωσης από 34,2 σε κάθε 100.000 κατοίκους που ήταν το 1990, έφτασαν στο 90,4 το 2000. Το μεγαλύτερο ποσοστό αρρώστων με φυματίωση είναι στις νεαρές ηλικίες από 25 έως 34 χρονών. Τα κρούσματα φυματίωσης ανάμεσα στα παιδιά αυξήθηκαν στο 33% και η θνησιμότητα εξαιτίας αυτής της πάθησης έφτασε στο 82%. Το 90% των μαθητών έχει προβλήματα υγείας. Ανάλογο ποσοστό υποφέρει από αβιταμίνωση. Η κατάσταση 4.000.000 παιδιών χωρίς κηδεμόνα δε ρυθμίζεται από κανένα νομικό καθεστώς. Η Ρωσία θεωρείται ως νέα αγορά για εμπορία παιδιών με σκοπό τις παράνομες υιοθεσίες, την παιδική πορνεία και πορνογραφία. Η ρωσική αστυνομία υπολογίζει ότι 1,5 με 2 εκατομμύρια εγκαταλελειμμένα παιδιά (αυτά που συχνάζουν στους δρόμους για να επιβιώσουν) δε φοιτούν σε κανένα σχολείο. Το νούμερο αυτό είναι κατά τρεις φορές μεγαλύτερο (!) από την περίοδο μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Η έκθεση της Γιούνισεφ το 2004 αναφέρει ότι ένα στα τρία παιδιά στη Ρωσία ζουν στη φτώχεια. Η ίδια έκθεση παρακάτω σημειώνει ότι μολονότι η οικονομία ορισμένων χωρών της πρώην ΕΣΣΔ ανέκαμψε, κοινωνικά προβλήματα όπως ο αλκοολισμός (το 2004 άνοιξε το πρώτο ίδρυμα για αλκοολικά παιδιά στη Μόσχα) και η χρήση ναρκωτικών οδηγούν σε υψηλά ποσοστά θνησιμότητας και μόλυνσης από AIDS μεταξύ των ανηλίκων. Στη Ρωσία έχει θεσμοθετηθεί το «δικαίωμα» στην εργασία από τα 14 χρόνια. Επίσης το 30% των παιδιών δεν έχει πλέον την οικονομική δυνατότητα να τρώει πρωινό ή γεύμα στο εστιατόριο του σχολείου. Την τελευταία δεκαετία τα νοσήματα στα παιδιά έως 15 χρόνων αυξήθηκαν κατά 43,8%, ενώ στα παιδιά 15-17 χρόνων υπάρχει αύξηση των νοσημάτων κατά μιάμιση φορά. Μάλιστα δεν πρόκειται μόνο για παιδικές ασθένειες, αλλά και τέτοιες που πριν θεωρούνταν ασθένειες των ενήλικων, όπως καρδιαγγειακές παθήσεις, κακοήθεις όγκοι, ενδοκρινικές παθήσεις, ψυχικές ασθένειες.
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΓΕΙΑΣ-ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΛΑΟΚΡΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (ΓΛΔ) Στη ΓΛΔ
ολόκληρο το σύστημα υγείας ήταν κρατικά οργανωμένο. Οι γιατροί που εργάζονταν εκεί ήταν υπάλληλοι του κράτους. Ολοι οι εργαζόμενοι και τα μέλη των οικογενειών τους ήταν ασφαλισμένοι στις ενιαίες κοινωνικές ασφαλίσεις. Αυτές παρείχαν εντελώς δωρεάν φάρμακα, χωρίς περιορισμούς στη συνταγογράφηση. Κάθε επίσκεψη, κάθε θεραπεία ή εγχείριση όσο δαπανηρή και αν ήταν, κάθε αναρρωτική άδεια ήταν για τον ασθενή και τους οικείους του δωρεάν. Η πρόληψη των ασθενειών ήταν το πιο σημαντικό καθήκον όλων των υγειονομικών υπηρεσιών με τη βοήθεια μιας ενιαίας διαδικασίας από μέτρα προφύλαξης, έγκαιρης διάγνωσης και αντιμετώπισης των ασθενειών, μετασθενικής φροντίδας και αποκατάστασης της υγείας, καθώς και της ενότητας της νοσοκομειακής και εξωνοσοκομειακής περίθαλψης.
Ταυτόχρονα, επιδίωκαν την οργάνωση της ιατρικής περίθαλψης με τρόπο ώστε ο καθένας, είτε από τον τόπο της κατοικίας είτε από τον τόπο της δουλιάς του, να μπορούσε να καλέσει γρήγορα σε βοήθεια το γιατρό. Η έγκαιρη παρακολούθηση ενός ορισμένου τμήματος του πληθυσμού ήταν για παράδειγμα η ιατρική παρακολούθηση των εργαζομένων, κατά προτεραιότητα στις επιχειρήσεις παραγωγής. Σε αυτή τη μορφή υπάγονταν και οι επιβεβλημένες από το νόμο ακτινογραφικές εξετάσεις του πληθυσμού, οι συμβουλευτικές εξετάσεις εγκύων και μητέρων και η προστασία των νέων, τα προστατευτικά εμβόλια. Το κράτος διέθετε μεγάλα ποσά και για την παρασκευή καινούργιων αποτελεσματικότερων εμβολίων. Η προαγωγή υγείας ήταν κοινωνικό καθήκον. Σημαντικοί φορείς αυτής της δουλιάς ήταν η Επιτροπή Υγιεινής Αγωγής της ΓΛΔ, καθώς και οι αντίστοιχες επιτροπές των διοικητικών περιφερειών και των νομών. Επιδίωξή τους ήταν να ανυψώσουν την προσωπική και κοινωνική ευθύνη για έναν υγιεινό τρόπο ζωής και μια διαμόρφωση του περιβάλλοντος που να προάγει την υγεία. Στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους υποστηρίζονταν από το Γερμανικό Μουσείο Υγιεινής της ΓΛΔ στη Δρέσδη, στο οποίο ήταν ενσωματωμένη και μια επιχείρηση παραγωγής υλικού διδασκαλίας, καθώς και από κοινωνικές οργανώσεις, σχολεία, ραδιόφωνο, τηλεόραση. Αυτή η στροφή προς την προφύλαξη και την προαγωγή της υγείας είχε ως συνέπεια τα τελευταία χρόνια να ανέβει το προσδόκιμο όριο ζωής. Είχαν περιοριστεί οι ειδικές αρρώστιες, η πρώιμη αναπηρία, η συχνότητα των ασθενειών και η συχνότητα της περιπλοκής των ασθενειών. Επίσης επιδιωκόταν η ενότητα της εξωνοσοκομειακής και νοσοκομειακής ιατρικής περίθαλψης. Το νοσοκομείο και η πολυκλινική του νομού καθοδηγούσαν, ως κεντρικά ιδρύματα στον ειδικό τομέα, όλα τα κατώτερα ή παράλληλα υγειονομικά ιδρύματα του νομού και είχαν την ευθύνη για τη συνεχή επιμόρφωση των συνεργατών τους.
Η εξωνοσοκομειακή περίθαλψη καλυπτόταν από ένα σύγχρονο κλιμακωτό σύστημα παροχής βασικών και ειδικευμένων ιατρικών υπηρεσιών. Αυτό στηριζόταν ιδιαίτερα στις πολυκλινικές και στους σταθμούς κοινοτικών νοσηλευτριών που ήταν διαμοιρασμένες σε ολόκληρη τη χώρα. Οι πολυκλινικές ήταν υγειονομικά κέντρα (Κέντρα Υγείας), όπου συνεργάζονταν γιατροί, τουλάχιστον έξι διαφορετικών ειδικοτήτων. Διέθεταν εκτός από τις αίθουσες εξέτασης και θεραπείας και από ένα διαγνωστικό εργαστήριο, ένα ακτινογραφικό τμήμα, ένα φαρμακείο και ένα τμήμα φυσιοθεραπείας. Η εξωνοσοκομειακή περίθαλψη και θεραπεία βασιζόταν στην αρχή ότι έπρεπε να παρέχονται εκεί που ζουν και εργάζονται οι άνθρωποι. Για την εξωνοσοκομειακή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη φρόντιζαν δίπλα στις πολυκλινικές και τα εξωτερικά πολυ-ιατρεία και ιατρεία, δημόσιοι γιατροί και οδοντίατροι.
Το σύστημα του οικογενειακού γιατρού συνέβαλλε στη σύσφιξη των σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στο γιατρό και τον άρρωστο. Σε πυκνοκατοικημένες περιοχές δημιουργούνταν στοματολογικές πολυκλινικές. Τα παιδιά υποβάλλονταν σε σχολικές οδοντιατρικές εξετάσεις και λειτουργούσαν και ιδιαίτερες οδοντιατρικές κλινικές για νέους. Η εισαγωγή φθορίου στο πόσιμο νερό, σε πολλές περιοχές, ήταν βέβαια ένα δαπανηρό αλλά και πολύ αποτελεσματικό μέτρο για την καταπολέμηση της τερηδόνας, με αυτό επιτεύχθηκε όμως, μείωση του σαπίσματος των δοντιών σε παιδιά κατά 70%. Το νοσοκομειακό δίκτυο ήταν τόσο πυκνό, ώστε η απόσταση από τον τόπο κατοικίας ή της δουλιάς ως την πλησιέστερη κλινική να μην ήταν μεγαλύτερη από 20-25 χιλιόμετρα. Η εργοστασιακή Πολυκλινική ιδρυόταν για τη βελτίωση της ιατρικής περίθαλψης των εργαζομένων της επιχείρησης και των κατοίκων που έμεναν τριγύρω από αυτήν. Ολες οι επιχειρήσεις που είχαν πάνω από 4.000 εργαζόμενους διέθεταν δικές τους πολυκλινικές με όλα τα σύγχρονα μέσα που είχαν ανάγκη οι γιατροί για τη θεραπεία των ασθενών. Στην πολυκλινική κάθε εργοστασίου υπήρχε ένα κέντρο διάγνωσης καθώς επίσης και σύγχρονα μηχανήματα οδοντιατρείου. Τα βασικότερα τμήματα της ιατρικής, όπως γενική ιατρική, παθολογία, χειρουργική, γυναικολογία, ωτορινολαρυγγολογικό και ορθοπεδικό τμήμα, αντιπροσωπεύονταν στην πολυκλινική. Με αυτόν τον τρόπο σε όλους τους σπουδαιότερους κλάδους, από την προληπτική προστασία της υγείας, τη φροντίδα σε περίπτωση ασθένειας και την περίθαλψη μετά την ανάρρωση, εξασφαλιζόταν ολόπλευρη ιατρική περίθαλψη. Οι γιατροί και οι νοσοκόμες που δούλευαν σε πολυκλινική εργοστασίου υπάγονταν στο Υπουργείο Υγείας, όμως είχαν το δικαίωμα να κάνουν συστάσεις στην επιχείρηση και να ελέγχουν την πραγματοποίησή τους.
Οι υπηρεσίες της πολυκλινικής είχαν πολλές απασχολήσεις: Από τις προληπτικές εξετάσεις καρκίνου - εκτενή γυναικολογική περίθαλψη - όλες οι γυναίκες του εργοστασίου εξετάζονταν προληπτικά μια φορά το χρόνο - μέχρι αναλύσεις στον τόπο της εργασίας, γυμναστική στα διαλείμματα. Εκτός από αυτά, το εργοστάσιο διέθετε δική του σάουνα. Οι υπηρεσίες των επιχειρήσεων φρόντιζαν ιδιαίτερα για την προστασία της υγείας των εργαζομένων με βαριά σωματική δουλιά σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας, σκόνης, τοξικών υλών, θορύβου ή που δούλευαν με βάρδιες. Θεσμοθετημένη ήταν και η συνδικαλιστική επιτροπή για την προστασία της εργασίας με αρμοδιότητα στον εντοπισμό των κινδύνων υγείας σε θέσεις εργασίας, των βλαβερών περιβαλλοντικών συνθηκών και την πάλη για την εξάλειψή τους. Ακόμη, τον έλεγχο των διευθυντών στα καθήκοντά τους για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας στον τόπο εργασίας, την εφαρμογή των μέτρων προστασίας. Το κράτος χρηματοδοτούσε την ασφάλεια εργασίας και την υγιεινή στους τόπους εργασίας, στις λαϊκές επιχειρήσεις της ΓΛΔ. Οι επιτροπές των συνδικάτων αποφάσιζαν και για ζητήματα θεραπείας και ποιος θα έπαιρνε αναρρωτική άδεια. Στην επιτροπή για τα ζητήματα θεραπείας έπαιρναν μέρος συνδικαλιστικά στελέχη μαζί με γιατρούς και απλούς έμπειρους εργαζόμενους. Η κάθε επιτροπή είχε στη διάθεσή της θέσεις για προληπτικές άδειες θεραπείας σε σπίτια ανάπαυσης της επιχείρησης. Κατ’ αρχήν εκεί στέλνονταν εργάτες παραγωγής, εργαζόμενοι που έκαναν βαριές δουλιές ή που δούλευαν με βάρδιες και οι πολύτεκνες οικογένειες. Η διαμονή, που διαρκούσε τρεις εβδομάδες, ήταν για τους εργαζόμενους τελείως δωρεάν. Στο διάστημα αυτό έπαιρναν το 90% του μέσου μηνιάτικου μισθού και δωρεάν τα εισιτήρια για το ταξίδι. Η εργατική Πρόνοια Ενα από τα κεντρικά καθήκοντα των συνδικάτων ήταν το φαγητό στο εργοστάσιο. Προσφέρονταν 5-6 ποικιλίες φαγητών σε όλες τις βάρδιες. Οι έγκυες γυναίκες έπαιρναν ένα ειδικό φαγητό, τελείως δωρεάν. Σε ένα εργοστάσιο μπορεί να μαγειρεύονταν φαγητό και για άλλες μικρότερες επιχειρήσεις και για τους μαθητές των κοντινών σχολείων. Στα διαλείμματα προσφέρονταν αναψυκτικά. Κοινωνική Πρόνοια Για μια σειρά καθηκόντων κοινωνικής φροντίδας για τους εργαζόμενους υπεύθυνο ήταν το Υπουργείο Υγιεινής. Σε αυτά τα καθήκοντα ανήκαν ο προγραμματισμός και η οργάνωση νηπιαγωγείων και παιδικών σταθμών, η υποστήριξη πολύτεκνων οικογενειών, η αποκατάσταση αναπήρων, η φροντίδα για τους ηλικιωμένους, καθώς και η λύση βασικών κοινωνικοπολιτικών καθηκόντων σε συνεργασία με τις Κοινωνικές Ασφαλιστικές και άλλες κοινωνικές οργανώσεις.
Το 60% των βρεφών είχε θέση σε βρεφικούς και το 86% των παιδιών σε παιδικούς σταθμούς. Η ολοήμερη φροντίδα από προσωπικό με ιατρικές και παιδαγωγικές γνώσεις ήταν δωρεάν. Για τη νέα οικογένεια: σε νιόπαντρα ζευγάρια έως 26 ετών, δίνονταν άτοκα δάνεια μέχρι 5.000 μάρκα (τιμές 1978). Από αυτό το δάνειο χαρίζονταν 1.000 μάρκα με τη γέννηση του πρώτου παιδιού, 1.500 στο δεύτερο και 2.500 στο τρίτο παιδί. Ειδική φροντίδα του κράτους υπήρχε και για τις ανύπαντρες μητέρες και για τις πολύτεκνες οικογένειες. Επιδόματα πολυτέκνων οικογενειών: δίνονταν κρατικές επιχορηγήσεις για αγορά ρουχισμού, επίπλων, θέρμανσης. Περισσότερες θέσεις για διακοπές, δωρεάν φαγητό στους παιδικούς σταθμούς. Η Λαϊκή Αλληλεγγύη, με τα δύο εκατομμύρια μέλη το 1981, ήταν μια από τις μεγάλες κοινωνικές οργανώσεις που πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στον τομέα της κοινωνικής και πολιτιστικής μέριμνας για τους ηλικιωμένους. Για τους ηλικιωμένους αναπτύχθηκαν διάφορες μορφές κατοικίας, όπως: Κατοικίες σε κοινοτικά και δημοτικά κτίρια, ειδικά σπίτια και σπίτια με διαμερίσματα για γέροντες, γηροκομεία και σπίτια περιποίησης γερόντων. Επίσης λειτουργούσαν υπηρεσίες για την ανακαίνιση των κατοικιών των γερόντων, το πλύσιμο των ρούχων, η υπηρεσία μεταφοράς πραγμάτων, η παροχή γειτονικής βοήθειας, η προσφορά ζεστού μεσημεριανού φαγητού από κοντινές καντίνες επιχειρήσεων, εστιατόρια ή λέσχες της Λαϊκής Αλληλεγγύης ή από εκπαιδευμένους βοηθούς του Γερμανικού Ερυθρού Σταυρού της ΓΛΔ. Οι επιχειρήσεις διατηρούσαν την επαφή με τους εργαζόμενούς τους που αποχωρούσαν για λόγους ηλικίας ή υγείας, τους προσκαλούσαν σε κοινωνικές εκδηλώσεις και είχαν τη φροντίδα τους για κοινωνικά ζητήματά τους. Ο Γερμανικός Ερυθρός Σταυρός (ΓΕΣ) Ο ΓΕΣ οργάνωνε τις μεταφορές των αρρώστων και υποστήριζε τη γρήγορη ιατρική βοήθεια. Εκπαίδευε πολλά πρόσωπα στην Πρώτη Βοήθεια, στην περιποίηση αρρώστων και βρεφών και συνέβαλε στην προστασία του πληθυσμού σε περίπτωση καταστροφής και άμυνας. Ο ΓΕΣ διατηρούσε χιλιάδες Σταθμούς Βοήθειας για θύματα ατυχημάτων και Σταθμούς Αναγγελίας ατυχημάτων, οργάνωνε την Υπηρεσία Διάσωσης Λουομένων και Ορειβατών και την Υπηρεσία Πρώτης Βοήθειας στους σιδηροδρομικούς σταθμούς.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι κατακτήσεις των εργαζομένων στην υγεία, όπως και στην παιδεία και τον πολιτισμό, στις κοινωνίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης είχαν αναγνωριστεί από επιστημονικούς φορείς των καπιταλιστικών κοινωνιών, είχαν εμπνεύσει την πάλη του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Αυτό είναι ένα αντικειμενικό κριτήριο για την τάση αντιμετώπισης της φροντίδας υγείας ως καθολικό κοινωνικό δικαίωμα από το κράτος στις χώρες της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής οικοδόμησης. Βεβαίως, όπως ήδη αναφέραμε, παραμένει ανοικτό ζήτημα που αφορά και τον τομέα της υγείας - πρόνοιας, το πώς εξασφαλιζόταν συνεχώς η διευρυνόμενη ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Σαφέστατα, άλλο ήταν το επίπεδο των αναγκών στις δεκαετίες του 1920 και 1930, άλλο στις δεκαετίες του 1950 και 1960 και άλλο στη δεκαετία του 1970 και 1980. Είναι φανερό ότι υπό την επίδραση πολλών παραγόντων της ταξικής πάλης, εσωτερικά και διεθνώς, δεν πραγματοποιήθηκε η απαιτούμενη ανοδική ελικοειδής στροφή. Μπορεί και πρέπει να βγούμε σοφότεροι, χωρίς μηδενισμό και κυρίως με καθαρή τη δυνατή ταξική προοπτική. Είναι ζήτημα πάλης σε όλα τα επίπεδα, ιδεολογικής - πολιτικής και αλλαγής του συσχετισμού τελικά για την ανατροπή της υπάρχουσας εξουσίας. Είναι ζήτημα που αφορά όλους γενικά τους εργαζόμενους και τις οικογένειες τους, μαζί με τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας. Το μέτωπο πάλης στην υγεία μπορεί να γίνει ένας μεγάλος παραπόταμος για το μεγάλο ποτάμι του Λαϊκού Μετώπου που θα διεκδικεί τη λαϊκή εξουσία.
ΕΡΕΥΝΑ -ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ :
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΥΓΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΙΝΝΕΥΒ
Συντονιστής:
ΑΝΤΩΝΙΟΣ-ΠΑΡΙΣ ΣΩΤΟΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΟΡΘ/ΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ Γ.Ν.ΧΑΛΚΙΔΑΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΙΝΝΕΥΒ
ΣΣ: Απαγορεύεται η ανατύπωση , η αντιγραφή και η αναδημοσίευση του παρόντος άνευ της άδειας του ΔΣ της ΕΙΝΝΕΥΒ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου