Με την απαραίτητη ...χρυσόσκονη φροντίζουν να καλύπτουν η κυβέρνηση και το υπουργείο Υγείας την αντιλαϊκή πολιτική τους και τις συνέπειες που αυτή έχει στις γυναίκες των λαϊκών οικογενειών. Την ίδια στιγμή που, μέσα από μια σειρά ανατροπές και περικοπές παροχών που βρίσκονται σε εξέλιξη, καθιστούν το δημόσιο σύστημα Υγείας - Πρόνοιας όλο και πιο ακριβοπληρωμένο και ανεπαρκές για να καλύψει τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων και ιδιαίτερα τις πρόσθετες και εξειδικευμένες ανάγκες των γυναικών, διαλαλούν υποκριτικά το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους για την υγεία των γυναικών. Αυτές τις διακηρύξεις υπηρετεί και η σύσταση «Επιτροπής για την Υγεία της Γυναίκας» από την υφυπουργό Υγείας, Κ. Παπακώστα - Σιδηροπούλου. Η τελευταία είναι υποτίθεται ιδιαίτερα «ευαισθητοποιημένη» για τα προβλήματα των γυναικών, λόγω των προηγούμενων αρμοδιοτήτων της σε αυτόν τον τομέα. Και ενώ συνεχίζουν τις αλλεπάλληλες περικοπές σε διαγνωστικές και προληπτικές εξετάσεις, προκλητικά υπερθεματίζουν για τη σημασία της πρόληψης, κυρίως για τον καρκίνο, μιας και αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες θανάτου παγκοσμίως.
Στο περιθώριο η πρόληψη
Ετσι,
ενώ ο στόχος της συσταθείσας επιτροπής λένε ότι είναι «η προαγωγή,
πρόληψη και αντιμετώπιση των προβλημάτων που σχετίζονται με την υγεία
της γυναίκας σε όλα τα στάδια της ζωής της», αυτό εξαντλείται στην
«ενημέρωση» και τις «εκστρατείες ευαισθητοποίησης» που απευθύνονται σε
εργαζόμενες και άνεργες. Μάλιστα, ξεδιάντροπα διακηρύσσεται ο σχεδιασμός
ενός οργανωμένου προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του μαστού
και τον καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, με δράσεις που θα «αφορούν στο
σύνολο του γυναικείου πληθυσμού και όχι μόνο στις γυναίκες που ανήκουν
σε ομάδες υψηλού κινδύνου», όταν την ίδια ώρα αυτές οι προληπτικές
εξετάσεις υφίστανται διαρκές ψαλίδισμα, με επιβολή όρων και προϋποθέσεων
που αποκλείουν από αυτές χιλιάδες γυναίκες.
Στο επίκεντρο το «κόστος»
Στην
πράξη, παρά τις φλυαρίες για την επιτροπή και το ρόλο της, η πολιτική
που εφαρμόζεται σήμερα για την Υγεία θα συνεχίσει στην ίδια κατεύθυνση,
όπως δείχνουν και τα σχέδια για τις παροχές του ΕΟΠΥΥ και ο κρατικός
προϋπολογισμός. Δηλαδή, θα προσανατολίζεται ώστε οι προληπτικές
εξετάσεις να γίνονται κυρίως στις γυναίκες που παρουσιάζουν στατιστικά
υψηλότερο κίνδυνο, στη λογική της μείωσης του κόστους. Ο υπουργός Υγείας
πριν από λίγο καιρό, δίνοντας το στίγμα της πολιτικής στην ιατρική
πρόληψη, είπε πως «τον καιρό της κρίσης δεν υπάρχουν χρήματα για τους
υγιείς». Αυτό όμως αλλοιώνει το χαρακτήρα της πρόληψης και αντικειμενικά
δημιουργεί προϋποθέσεις μη έγκαιρης διάγνωσης. Ο προσυμπτωματικός
έλεγχος που αφορά τον υγιή πληθυσμό, χρειάζεται να παρέχεται δωρεάν,
χωρίς περιορισμούς και προϋποθέσεις. Ομως, κυβέρνηση και υπουργείο,
ακολουθώντας την πολιτική της ΕΕ, περιορίζουν την υποχρέωση του κράτους,
όπως αναφέρουν στις ανακοινώσεις σχετικά με τη σύσταση της «Επιτροπής
για την Υγεία της Γυναίκας», στη «χάραξη εθνικής στρατηγικής πρόληψης
του καρκίνου», στο «σχεδιασμό προγραμμάτων πρόληψης», στην «παροχή
συμβουλών», στην «ενημέρωση» με ημερίδες, καμπάνιες και άλλες
πρωτοβουλίες που απευθύνονται στις γυναίκες και αφορούν τη σημασία των
προληπτικών εξετάσεων. Από εκεί και πέρα, όμως, η πρόληψη και η προαγωγή
της υγείας θεωρείται ατομική υπόθεση και ευθύνη της κάθε γυναίκας.Σύμφωνα με την υφυπουργό και τα λεγόμενά της, πρόληψη στην ουσία σημαίνει απόκτηση «παιδείας υγείας» και για το λόγο αυτό το υπουργείο Υγείας προσπαθεί να ενημερώσει, να ευαισθητοποιήσει και να κινητοποιήσει το σύνολο του πληθυσμού προς τις προληπτικές διαγνωστικές εξετάσεις που θα εξασφαλίσουν την καλύτερη Δημόσια Υγεία και θα απαλλάξουν τους ασφαλιστικούς φορείς από πρόσθετα, μελλοντικά, οικονομικά βάρη. Οσο για τις γυναίκες που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν για να κάνουν πλήρη προληπτικό ιατρικό έλεγχο, αυτές πρέπει να αρκεστούν το πολύ πολύ σε αποσπασματικά προγράμματα περιορισμένων και ελάχιστων παροχών. Για παράδειγμα, στις δωρεάν εξετάσεις που μπορεί να γίνονται μια μέρα ή μια βδομάδα στο πλαίσιο μιας «καμπάνιας ευαισθητοποίησης», μιας «παγκόσμιας μέρας» και πάει λέγοντας.
Το γεγονός ότι στον πυρήνα της πολιτικής της κυβέρνησης βρίσκεται ο υπολογισμός της σχέσης κόστους - οφέλους και στον τομέα της Υγείας - Πρόνοιας, γίνεται φανερό και από όσα είπε η υφυπουργός Υγείας, μιλώντας πριν από 2 μήνες σε συνέδριο που διοργάνωσε το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο με θέμα «Eξασφαλίζοντας ένα Μοντέρνο, Βιώσιμο και Προβλέψιμο Σύστημα Υγείας». Υπεραμύνθηκε των «μεταρρυθμίσεων», προκειμένου να καταστούν τα συστήματα υγείας «καινοτόμα και βιώσιμα» και επεσήμανε πως «η πρόκληση είναι (...) να διασφαλισθεί η υγεία των πολιτών, υπό το πρίσμα των νέων συνθηκών που επιβάλλει η οικονομική κρίση, κρατώντας χαμηλά τις δαπάνες».
Η πολιτική αυτή απορρέει και αντανακλά τη λογική του «κόστους - οφέλους», που αποτελεί πυρήνα συνολικά της ευρωενωσιακής και κυβερνητικής πολιτικής. Δηλαδή κατά πόσο το κόστος για την οργάνωση και πραγματοποίηση προληπτικού ελέγχου σε μια ηλικιακή ομάδα είναι μεγάλο σε σχέση με τον αριθμό των ανθρώπων στους οποίους αναμένεται να διαγνωστεί πρόβλημα. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα επικίνδυνη αντίληψη και λογική, που ωστόσο είναι σύμφυτη με την εφαρμοζόμενη πολιτική που αντιμετωπίζει τους εργαζόμενους και τις ανάγκες τους ως «κόστος» που πρέπει συνεχώς να μειώνεται, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας.
Ο Κανονισμός Παροχών του ΕΟΠΥΥ, μαζί με τις «κατευθυντήριες οδηγίες», τα «θεραπευτικά πρωτόκολλα», τις άγριες περικοπές των «κλειστών» προϋπολογισμών, τα πλαφόν σε φάρμακα και εξετάσεις, αποτελούν εργαλεία για την απαρέγκλιτη εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης στην Υγεία, που επιδεινώνει τους όρους της πρόληψης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και πρόληψης συνολικά του λαού, και ειδικότερα των γυναικών των λαϊκών οικογενειών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου